Το Δημοτικό σχολείο Αμπελοκήπων-Χρυσανθίου: Iστορικά στοιχεία

Στην αρχή του εικοστού αιώνα, τα έτη 1901-02 έγιναν με δαπάνη του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού δύο σχολικά συγκροτήματα για τη μόνιμη στέγαση του κοινού διδακτηρίου  των δυο όμορων χωριών ( Αρφαρών και Βερσοβάς τότε).

Ως τότε το διδακτήριο, που η έναρξη της λειτουργίας του τοποθετείται στα 1845, στεγαζόταν διαδοχικά σε διάφορα κτίρια. Το ένα σχολικό συγκρότημα έγινε στο βορειοανατολικό άκρο του χωριού, σε περίβλεπτο λόφο στα όρια με το Χρυσάνθιο και λειτουργούσε ως διθέσιο σχολείο αρρένων. Το άλλο λειτουργούσε ως Παρθεναγωγείο, μονοθέσιο, (δε φοιτούσαν όλα τα κορίτσια των χωριών) και χτίστηκε λίγο πιο βόρεια. Κάποια στιγμή, περί τα έτη 1920-25 αποφασίζεται και πραγματοποιείται με συλλογική εθελοντική εργασία των χωριανών η πευκοφύτευση του λόφου του σχολείου αρρένων κι έτσι προέκυψε το άλσος που χαιρόμαστε σήμερα.

Στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα ο πρώτος κύκλος της Μέσης Εκπαίδευσης πραγματοποιούνταν στο Ελληνικό Σχολείο. Αυτό αντιστοιχούσε στις δυο ανώτερες τάξεις του σημερινού Δημοτικού και στην πρώτη Γυμνασίου. Ονομάστηκε έτσι γιατί είχε χαρακτήρα θεωρητικό με έμφαση της διδασκαλίας στο μάθημα των Ελληνικών. Είναι γνωστό και με την  ονομασία «Σχολαρχείο», επειδή στην τελευταία του τάξη δίδασκε ο σχολάρχης. Ελληνικό σχολείο υπήρχε μόνο στην Ακράτα.

Κι όμως, υπήρξαν αγόρια της περιοχής που είχαν βγάλει και το Ελληνικό και το Γυμνάσιο που ακολουθούσε. Τώρα το πώς μετέβαιναν στην Ακράτα, μόνα, ξυπόλητα ή με υποτυπώδη υποδήματα, παιδάκια 10-15 ετών ( αρκετά ήταν μεγαλύτερα γιατί λόγω δυσχερειών έχαναν σχολικές χρονιές), φορτωμένα με τα φαγώσιμα της εβδομάδας και ίσως μια αλλαξιά ρούχα, διασχίζοντας αχάραγα τη διαδρομή μέσα από μονοπάτια δύσβατα, το πώς ζούσαν μόνα σε νοικιασμένο δωμάτιο έξι μέρες στην Ακράτα χωρίς καμία δυνατότητα επικοινωνίας με τους δικούς τους και το πώς γυρνούσαν Σάββατο βράδυ εξαντλημένα στο πατρικό τους, αυτό είναι ένα σημείο πάνω στο οποίο θα άξιζε να πέσουν τα φώτα της σύγχρονης προσοχής και μελέτης.

Στο δε Δημοτικό η διδασκαλία γινόταν στην καθαρεύουσα ως το 1917 που με το σύνταγμα του Βενιζέλου εισήχθη στις τέσσερις πρώτες τάξεις του Δημοτικού η Δημοτική. Η μητρική γλώσσα βέβαια αυτών των παιδιών ήταν η ελληνική, στη δημοτική της εκδοχή. Και πάλι άξιο θαυμασμού το πώς κατάφεραν μερικά χωριατόπουλα να προχωρήσουν στη Μέση Εκπαίδευση. Και το πώς δε μίσησαν τα γράμματα δεδομένου πως εκτός των άλλων δυσχερειών, η εκπαίδευση τα πρώτα τρία τέταρτα του αιώνα αποδεχόταν τον ξυλοδαρμό –ως μέσο σωφρονισμού των «αδύνατων» μαθητών και πολλές βέργες είχαν σπάσει πάνω στα ταλαιπωρημένα παιδικά δάχτυλα.

Αμπελόκηποι Αχαϊας Το δημοτικό το 1937

Αλλά ας αφήσουμε τα σχόλια κι ας επιστρέψουμε στα ιστορικά στοιχεία. Το 1929 με νομοθετική ρύθμιση καταργήθηκε η φοίτηση βάσει του φύλου σε ξεχωριστά Δημοτικά σχολεία αρρένων και θηλέων και όλα τα Διδασκαλεία Δημοτικής εκπαίδευσης λειτούργησαν πλέον ως μικτά.

Έτσι στο Παρθεναγωγείο φοιτούν τα παιδιά των δύο μικρότερων τάξεων και στο σχολείο του λόφου τα υπόλοιπα. Οι δε δάσκαλοι είναι και των δύο φύλων διότι ήδη από το 1914 λειτουργούσαν κρατικά Διδασκαλεία θηλέων, σχολεία ανώτερης εκπαίδευσης δηλαδή, από όπου αποφοιτούσαν δασκάλες.

Καθώς οι μαθητές λιγοστεύουν το κτίριο του Παρθεναγωγείου εγκαταλείπεται, οι φθορές του χρόνου κι ένας μεγάλος σεισμός καθιστούν και τα δυο κτίρια ακατάλληλα για χρήση, το σχολείο του λόφου δυστυχώς κατεδαφίζεται και στη θέση του τοποθετείται την περίοδο 1968-70 ένα προκατασκευασμένο, άχαρο μεν αλλά για εκείνη την εποχή «μοντέρνο» και «πολυτελές» (Είχε μωσαϊκό αντί για σαρακοφαγωμένο πάτωμα και τουαλέτες ενσωματωμένες στο κτίριο, εξοπλισμένες με βρύσες και καζανάκια, πολυτέλειες που απουσίαζαν από όλα σχεδόν τα σπίτια της εποχής).

  Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων ενδιαφέρον παρουσιάζει η αριθμητική ακολουθία του μαθητικού δυναμικού: Το σχολικό έτος 1935-36 σύμφωνα με τα στοιχεία του μαθητολογίου το σχολείο αριθμούσε 187 εγγεγραμμένους μαθητές, το έτος 1940-41 207 και το αμέσως επόμενο έτος – άλλο ένα αποτύπωμα των συνεπειών του πολέμου στον τόπο μας – 167! Το 1946-47 ήταν εγγεγραμμένοι 150 μαθητές, ενώ το σχολικό έτος 1970-71 οι μισοί, μόλις 74!

Η εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση που άρχισαν με τη λήξη του εμφυλίου, η μετοίκηση πολλών κατοίκων στην περιοχή των Μαρμάρων και της Αιγείρας και η πτώση της γεννητικότητας κατά οικογένεια άλλαξαν ριζικά την ιστορία του χωριού, όπως όλης της ελληνικής υπαίθρου γενικότερα. Στα εκατόχρονα της λειτουργίας του στον πευκόφυτο λόφο, το σχολείο που έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα εκατοντάδες μικροί μαθητές, γίνεται πια παρελθόν…

ΨΗΦΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΟΥΣ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΥΣ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

( Το κείμενο είναι απομνημονευματικό, γράφτηκε από το 2021 από τη Μαρία Αποστολοπούλου του Γεωργίου, σε ηλικία 86 ετών και απηχεί μνήμες από τα σχολικά της βιώματα στο χωριό τα έτη 1941-1953)

ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ

Το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα δοκιμάστηκε πολύ από πολέμους με ολέθριες συνέπειες για πολλές δεκαετίες και στη χώρα μας. Ένα από τα μεγαλύτερα θύματα των πολέμων ήταν, είναι και θα είναι η εκπαίδευση. Δυστυχώς εκείνα τα χρόνια δεν πήγαιναν όλα τα παιδιά στο Δημοτικό σχολείο, ούτε ήταν υποχρεωτικό, κι αυτά που πήγαιναν ήταν κακοντυμένα και ξυπόλυτα. Τα μικρότερα φορούσαν τα ρούχα των μεγαλυτέρων, όταν τους μίκραιναν. Όσο για τα παπούτσια, έκοβαν το εμπρός επάνω μέρος, για να βγαίνουν έξω τα δάχτυλα. Κι απ’ αυτά τα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο, δεν έπαιρναν όλα απολυτήριο. Πολλά διέκοπταν τη φοίτηση, όχι τόσο, διότι υποχρεώνονταν να επαναλάβουν την τάξη λόγω ελλιπούς επίδοσης, αλλά διότι ήταν αναγκασμένα να συμμετέχουν, κυρίως τ΄ αγόρια, στις αγροτικές εργασίες και τα κορίτσια να βοηθούν ή και να αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου τις δουλειές του σπιτιού, ακόμη και να φροντίζουν τα μικρότερα αδέλφια. Τα πρωτότοκα κορίτσια ήταν κατά κανόνα τα μεγαλύτερα θύματα. Προς το παρόν μπορεί να μην το καταλάβαιναν, μελλοντικά όμως γινόταν ο εφιάλτης και το παράπονό τους. Παιδιά- άνθρωποι δύο κατηγοριών, μια νοοτροπία που κρατούσε από παλιά, από πάντα.

Αμπελόκηποι Αχαϊας Το δημοτικό έτος 1958

Το σχολείο λειτουργούσε πρωί και απόγευμα εκτός από Σάββατο απόγευμα. Ο χρόνος που υπήρχε για μελέτη ήταν λίγος και γινόταν ακόμη λιγότερος, γιατί τα παιδιά έπρεπε ν’ ασχοληθούν με πράγματα εκτός των σχολικών τους υποχρεώσεων. Βιβλία λίγα παιδιά αγόραζαν καινούργια. Τα περισσότερα τα έπαιρναν από μεγαλύτερα, που είχαν τελειώσει την τάξη, και φυσικά στερούνταν τη χαρά του καινούργιου και την αίσθηση του “δικού μου.” Τετράδια με 12 ή 20 φύλλα, ξύστρα δεν υπήρχε. Τα μολύβια τα έξυναν οι μεγάλοι με σουγιά, χρήση σβηστήρας εκτελούσε ένα μικρό κομμάτι ψίχα ψωμιού, που άφηνε μουντζούρα αντί να σβήνει. Για τα μεγαλύτερα παιδιά κοντυλοφόρος και πένα, καλύτερες οι όμικρον (Ο) για καλλιγραφία και οι χι (Χ).

Την Κυριακή φορώντας τα καλά τους και ποδεμένα πήγαιναν ομαδικά στην εκκλησία με συνοδεία των δασκάλων. Ένα αγόρι έλεγε το “Πάτερ ημών” και κάπου- κάπου μερικά έλεγαν το “Πιστεύω. ” Μετά την εκκλησία παιγνίδι στην πλατεία για τ΄ αγόρια. Την μπάλα αντικαθιστούσε ένα κουβάρι από κουρέλια. Τα κορίτσια γύριζαν στο σπίτι κι έπαιζαν στις αυλές με τις ξαδέρφες και τα κορίτσια της γειτονιάς. Οι κούκλες δεν έλειπαν, τις οποίες τις έφτιαχναν μόνα τους με χρωματιστά κουρελάκια. Τα πιο πολλά δεν μπορούσαν να φανταστούν πως υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν ωραίες κούκλες. Παρά τις ελλείψεις και τις στερήσεις σ’ όλους τους τομείς, οι δρόμοι, οι αυλές, τ’ αλώνια αντηχούσαν από χαρούμενες φωνές. Επιπλέον οι οικογένειες είχαν πολλά παιδιά. Μια οικογένεια είχε δώδεκα. Τα αγόρια εκτός των άλλων ήταν και οι συνεχιστές του οικογενειακού ονόματος, ενώ τα κορίτσια ήταν γραμμάτια, που έπρεπε να εξοφληθούν, έτσι τα έβλεπαν, γιατί, για να παντρευτούν, χρειαζόταν προίκα. Θεωρούσαν ευτυχισμένη την οικογένεια που είχε περισσότερα αγόρια. Εννοείται πως κάποτε τα σχολεία έκλειναν, για αρκετό διάστημα, λόγω των πολέμων ή άλλων ανωμάλων καταστάσεων.

ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Αρκετά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που τελείωναν το Δημοτικό έδιναν εξετάσεις, αρχές Σεπτεμβρίου, για να εισαχθούν στο Γυμνάσιο Ακράτας. Με αγωνία, απορία και καρδιοχτύπι έφταναν την καθορισμένη ώρα στο προαύλιο του γυμνασίου, φυσικά με συνοδό τον πατέρα ή τη μητέρα, αφού είχαν διανύσει περισσότερο από δυο ώρες δρόμο καβάλα σε ζώο ή πεζά. Ένας άλλος κόσμος αλλιώτικος σαν σε όνειρο ανοιγόταν μπροστά τους. Η καρδούλα τους άδειαζε από συναισθήματα σαν να βρίσκονταν στο “τίποτα.” Μπορεί να είχαν ξεχάσει κιόλας γιατί πήγαν εκεί.

Σε λίγο βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα κι άρχιζε η κρίση. Τώρα επιστράτευαν τις δυνάμεις τους. Εξετάσεις προφορικές και γραπτές στα ελληνικά (γλώσσα) και στα μαθηματικά. Τάχα θα είχαν τα εφόδια να τις περάσουν; Κι αν δεν μπορούσαν; Είχαν αρχίσει οι προβληματισμοί για το δύσκολο και το άγνωστο και για εκείνους που δε θα περνούσαν τις εξετάσεις και ίσως περισσότερο για εκείνους που θα τις περνούσαν. Οι πρώτοι θα γύριζαν πάλι στα γνωστά, βοηθοί στις αγροτικές δουλειές και στο σπίτι. Οι επιτυχόντες πού θα έμεναν; Να πηγαινοέρχονται κάθε μέρα στην Ακράτα ήταν αδύνατο. Κάποιοι είχαν συγγενείς σε συνοικισμούς και σε χωριά κοντά στην Ακράτα, στα Μάρμαρα, στην Αιγείρα, στη Βαλκουβίνα κ.τ.λ. Αυτοί οι συγγενείς αναλάμβαναν την υποχρέωση να τα φιλοξενήσουν κι ας είχαν κι εκείνοι δικά τους παιδιά κι ας ήταν τα σπίτια μικρά κι ο χώρος περιορισμένος. “Όλοι οι καλοί χωράνε”. Μερικοί μάλιστα το θεωρούσαν χρέος τους να εξυπηρετήσουν τους συγγενείς. Ούτε γινόταν λόγος πού θα μπορούσαν τα παιδιά ν’ απομονωθούν να ετοιμάσουν τα μαθήματά τους. Πολλές φορές το εσωτερικό περβάζι του παραθύρου γινόταν γραφείο. Αυτά κι αμέτρητες άλλες αντιξοότητες.

Αμπελόκηποι Αχαϊας Γυμνάσιο Ακράτας 1956

Υπήρχαν όμως και τ΄ άλλα παιδιά, που δεν είχαν κανέναν. Αυτά νοίκιαζαν ένα δωμάτιο στην Ακράτα. Οι νοικοκύρηδες πρόσφεραν το πιο ανήλιαγο, το πιο υγρό, το πιο σκοτεινό με ή χωρίς ένα ξυλοκρέβατο, ένα κουτσό τραπεζάκι και μια καρέκλα, μια βρύση στην αυλή και μια πρωτόγονη τουαλέτα. Ηλεκτρικό ρεύμα υπήρχε μερικές ώρες το βράδυ ή και καθόλου, οπότε έπρεπε να επιστρατευτεί η λάμπα πετρελαίου. Ό,τι άλλο χρειαζόταν το έφερναν από το σπίτι τους. Εκείνο το δωμάτιο ήταν τα πάντα για τα παιδιά, κρεβατοκάμαρα, γραφείο, κουζίνα, γιατί χρειαζόταν να μαγειρέψουν κάποιες φορές σε μια φουφού πετρελαίου, που έφερναν από το σπίτι τους.

Αριστερά στην είσοδο του προαυλίου του Γυμνασίου, τον καιρό της δικής μου φοίτησης (1946-1952) στεκόταν ο Χάλιας –έτσι τον λέγαμε συναμεταξύ μας, δε γνώριζα το πραγματικό του όνομα- ο καραμελάς. Η πραμάτεια του; Διάφορα καραμελικά και στραγάλια. Για τα στραγάλια είχε μέτρο ένα φλιτζάνι, μόνο που στον πάτο του είχε βάλει για ευνόητους λόγους μια μπαλίτσα τσαλακωμένο χαρτί! Ο Χάλιας λοιπόν είχε ένα ωραίο –στα ασυνήθιστά μας μάτια- σπίτι με κήπο που στην πρόσοψή του υπήρχε η επιγραφή: «ΣΗΜΕΡΟΝ ΕΜΟΥ ΑΥΡΙΟΝ ΣΟΥ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΟΥΔΕΝΟΣ»!

   Τα παιδιά των χωριών ήταν υποχρεωμένα να δηλώνουν στη διεύθυνση του Γυμνασίου τη διεύθυνσή τους γιατί οι καθηγητές έκαναν εφόδους στα σπίτια το βράδυ, για να διαπιστώσουν αν τα παιδιά ήταν μέσα, δεδομένου ότι απαγορευόταν η κυκλοφορία των μαθητών πέρα από καθορισμένη ώρα αναλόγως της εποχής. Όταν γύριζαν το μεσημέρι από το σχολείο στο δωμάτιο, περνούσαν από τον δρόμο που βρισκόταν ο φούρνος, για να μυρίσουν το άρωμα του φρεσκοψημένου ψωμιού. Όμως το Σάββατο μετά το μάθημα ξεκινούσαν πολλά μαζί να γυρίσουν στα σπίτια τους, στο χωριό, ξυπόλυτα τα περισσότερα, να κάνουν τ’ απαραίτητα, να απολαύσουν τη σπιτική ζεστασιά και να πάρουν τρόφιμα για τη νέα εβδομάδα. Νύχτα τη Δευτέρα έφευγαν πάλι ξυπόλυτα για το Γυμνάσιο. Τα παπούτσια τα φορούσαν όταν έφταναν στην Ακράτα.

      Τα ντόπια παιδιά -από την Ακράτα- περιφρονούσαν τα παιδιά των χωριών, το έδειχναν με κάθε τρόπο και δεν καταδέχονταν να κάνουν μαζί τους παρέα. Αυτό δε σημαίνει ότι τα χωριατόπαιδα ήταν κατώτεροι μαθητές, ξεχώριζαν μόνο από το φτωχικό τους ντύσιμο. Ήταν βέβαια και συνεσταλμένα. Πολλές φορές είχαν την εντύπωση πως και οι καθηγητές τα ξεχώριζαν και τους έβαζαν κατώτερους βαθμούς.

      Στις τάξεις φοιτούσαν παιδιά με διαφορά ηλικίας δύο και τριών ετών, κυρίως λόγω των πολέμων και των δύσκολων οικονομικών καταστάσεων… Όλα τα κορίτσια φορούσαν μαύρη ποδιά με λευκό γιακά και πάντα… σεμνό χτένισμα. Οι πλεξίδες στις δόξες τους, λεπτές, χοντρές, μαύρες, καστανές, ξανθές. Γίνονταν δυο- τρεις περίπατοι κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς σε κοντινές περιοχές κι η μετακίνηση φυσικά με τα πόδια. Επίσης οι μαθητές της ογδόης τάξης, όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα, έκαναν μια διήμερη εκδρομή, οπωσδήποτε με συνοδεία καθηγητών. Διανυχτέρευαν σε σπίτια μαθητών των πόλεων τις οποίες επισκέπτονταν. Εννοείται πως είχαν προηγηθεί επαφές μεταξύ των αντίστοιχων Γυμνασίων.

Προς το τέλος Μαΐου γίνονταν οι γυμναστικές επιδείξεις. Ύστερα από προπόνηση μέσα στο μαγιάτικο λιοπύρι, την ορισμένη μέρα και ώρα, παρουσία κόσμου, με παραγγέλματα του γυμναστή άρχιζαν οι γυμναστικές ασκήσεις, κοινές για αγόρια και κορίτσια. Τα κορίτσια φορούσαν “φουφούλα”, είδος φόρμας. Ακολουθούσαν οι χοροί, μόνον από τα κορίτσια με μπλε φούστα και λευκή μπλούζα. Τραγουδούσαν και χόρευαν συγχρόνως -δύσκολος συνδυασμός- διάφορους ελληνικούς χορούς. Φυσικά δεν έλειπε το τσάμικο και το καλαματιανό, το κερκυραϊκό, το ικαριώτικο, το χανιώτικο, το κρητικό και οπωσδήποτε η Καραγκούνα και οι Καρυάτιδες. Εν τω μεταξύ είχαν προηγηθεί διάφορα αθλήματα και είχαν ξεχωρίσει οι νικητές. Πριν αρχίσουν οι γραπτές εξετάσεις, προαγωγικές και απολυτήριες, πραγματοποιούνταν οι περιφερειακοί αγώνες στο Αίγιο, όπου συμμετείχαν οι διακριθέντες στα αθλήματα των σχολείων της περιοχής. Το Γυμνάσιο Ακράτας έπαιρνε μέρος και δεν έλειπαν οι πρωτιές σε κάποια αγωνίσματα.

Τέλος, τα τελευταία χτυποκάρδια της σχολικής χρονιάς, τα διαγωνίσματα. Η ευχή μία, “καλή επιτυχία!” Υπήρχαν και περιπτώσεις, που κάποιοι μαθητές και μαθήτριες δεν κατόρθωναν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σχολείου και απορρίπτονταν ή έμεναν αναξεταστέοι για τον Σεπτέμβρη.

Η αυλαία έπεφτε. Καλό Καλοκαίρι!

Συντάκτης: Σοφία Αποστολοπούλου

Μονή Αγ. Βασιλείου: πλούτος ζωής σε ένα ιδιόχειρο σημειωματάριο

Ήταν ένας απλός χωρικός σ’ ένα συνηθισμένο ημιορεινό  χωριό της ελληνικής υπαίθρου. Του έλαχε το διάστημα της ζωής του να το σφραγίσουν αλλεπάλληλοι πόλεμοι.

Στην πλευρά των πολλών που αντιπροσώπευαν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση,  ανδρώθηκε στο λίκνο της δυσκολίας. Κι αφού μπήκε στον αγώνα της βιοπάλης, ανάθρεψε τα τέσσερα παιδιά του σε καιρούς φόβου και ζωής αποσταμένης, ξεπροβόδισε και τα τέσσερα παιδιά του σε τόπο ξένο και μακρινό  κι αφού και τη σύζυγό του ξεπροβόδισε για το ταξίδι το χωρίς επιστροφή, μονάχος έμεινε στη μέση δρόμου κακοτράχαλου να σκέφτεται «Και τώρα τι…»  

Σκέφτηκε, αποφάσισε κι έπραξε. Έγινε μοναχός, να βρει τη γαλήνη, τη συμφιλίωση και την απαντοχή στις μυστικές συνομιλίες του με το Θεό. Και του φάνηκε πως άκουσε το Θεό να ψιθυρίζει:

Η ομορφιά βρίσκεται στην προσφορά. «Σαν τι μπορώ να προσφέρω» σκέφτηκε, «σε ποιον και γιατί;». 

Αγνάντεψε κατά το χωριό. Μια σκιά στοργής γλύκανε το βλέμμα του. Έσκυψε ύστερα  στα χέρια του. Τα παρατήρησε. Ήταν ακόμα δυνατά. Και η πλάτη. Και τα πόδια. Ένα θρόισμα πίστης δρόσισε την καρδιά. Έκανε το σταυρό του κι έπιασε το ξινάρι.

Έφτιαξε σκαλοπάτια… Για να ανεβαίνουν οι χωριανοί και οι ξενομερίτες στο λόφο ευκολότερα. Φύτεψε κυπαρίσσια.  Να ανασαίνουν στον ανήφορο οι επισκέπτες αύρα κωνοφόρων αναζωογονητική. Και να φωλεύουν τα πουλιά να τραγουδούνε την ατελεύτητη της φύσης ομορφιά.

Έφτιαξε βρύσες. Να ξεκουράσει τους καταπονημένους μυώνες των γυναικών της κάτω γειτονιάς, που κουβαλούσαν ζαλωμένες τις βαριές τους στάμνες από μακριά.

Έφτιαξε … Έφτιαξε ό,τι μπορούσε. Όσο μπορούσε, έφτιαχνε.  Ό,τι ήταν, το όφειλε στο Θεό, στη φύση και στους ανθρώπους. Ό,τι έφτιαχνε, θα ήταν το ευχαριστώ του σε αυτούς ακριβώς.

Και έλαβαν οι άνθρωποι του χωριού την προσφορά. Και γλύκανε η καρδιά τους. Και κάποιοι ανταπέδωσαν. Και ο ασήμαντος, μόνος «μοναχός» ούτε μόνος γέρασε, ούτε μόνος πέθανε.

Αλλά ούτε και τόσο ασήμαντος προφανώς… Γιατί πολλές δεκαετίες μετά, ένας άλλος χωριανός,  που μπόρεσε να εκτιμήσει τον πλούτο αυτής της προσφοράς, άφησε κι αυτός ένα μικρό ιδιόχειρο σημείωμα- αφιέρωμα στη μνήμη του Αγαθάγγελου και των χωριανών. Όχι και τόσο «μικρό» τελικά…

Συντάκτης: Σοφία Αποστολοπούλου

Αμπελόκηποι Αχαΐας, Η Πλατεία

Που θα κονέψει (κάνω κονάκι-κονεύω από την τούρκικη λέξη konak =καταλύω, σταθμεύω, σταματώ) ο επισκέπτης του χωριού;

Μα φυσικά στην πλατεία!

Tο σημείο αναφοράς και τοπόσημο κάθε παλιού ελληνικού χωριού.

Η πλατεία μας έχει το όνομα του ευεργέτη του χωριού και της περιοχής γενικότερα. «Πλατεία Φιλίππου Μετζελοπούλου» λέγεται, ως ένδειξη τιμής στον πατέρα του αδικοχαμένου Φιλίππου, Ανδρέα Μετζελόπουλο του Αλεξίου (από τα Αρφαρά – σύγχρονη ονομασία Αμπελόκηποι-, ευεργέτη του χωριού, που αν και πρόκοψε σε μέρη μακρινά, διατήρησε μέχρι τέλους την αγάπη, την έγνοια και τη φροντίδα για τον τόπο της καταγωγής του.

Με τον απαραίτητο πλάτανο, τη βρύση φυσικά, την εκκλησία στην εμπασιά της, το «μαγαζί» (παντοπωλείο, τηλεφωνείο, κουρείο και προπαντός καφενείο στο παρελθόν), καφενείο και ταβέρνα στις μέρες μας, και τις «Υπηρεσίες», κοινοτικό γραφείο και αγροτικό ιατρείο δηλαδή.

Απλή – όπως όλων των παραδοσιακών χωριών – φτιάχτηκε  η πλατεία μας, ταπεινή, όχι ευφάνταστη, όχι μνημειακή αλλά παλλόμενη, ζωντανή καρδιά του οικισμού, το κέντρο της κοινωνικής ζωής του χωριού, που αναπτύχθηκε περιφερειακά γύρω από αυτήν.   

Εδώ κατέλυαν εξαρχής οι άνθρωποι για να λειτουργηθούν στην εκκλησία, να συμμετάσχουν στους γάμους και τις βαπτίσεις των συγχωριανών τους, να πουν το τελευταίο αντίο σε φίλους και συγγενείς, να συνεννοηθούν οι άντρες για τις δουλειές τους, να κλείσουν συνεργασίες και δοσοληψίες, να ανταλλάξουν νέα και ερμηνείες για το τι γίνεται στον κόσμο, να επικοινωνήσουν τις απόψεις τους και τα συναισθήματά τους, να ακούσουν στις προεκλογικές περιόδους πολιτικούς λόγους, να  λάβουν τις αναγκαίες πληροφορίες για να αποφασίσουν για τα κοινά αλλά και την ιδιωτική τους ζωή, να στηλιτεύσουν τα κακώς κείμενα.

Ήταν κάτι σα λόφος της Πνύκας η πλατεία μας! Και Βουλευτήριο! Και άτυπο Δικαστήριο! Αλλά ήταν και αγορά:

Οι γυναίκες έστελναν τα παιδιά τους με λίγες δραχμές στο χέρι να τους αγοράσουν ό,τι τους έλειπε στην κουζίνα, ένα «χαρτί» αλάτι, ένα «χαρτί» ζάχαρη, τέτοια πράγματα. Πότε πότε κατέλυε στην πλατεία ο γανωματής ή και ο καρεκλάς. Άλλοτε  «ο έμπορας» που στον καιρό της τεχνολογίας στάθμευε το φορτωμένο αμάξι του, έβαζε στο τέρμα το ραδιόφωνο με την ίδια ως επί το πλείστον κασέτα, και περίμενε να μαζευτούν οι ενδιαφερόμενοι να τους δείξει την πραμάτεια του.

Ήταν και σταθμός λεωφορείου η πλατεία μας!  Τα πρωινά μαζεύονταν τα «γυμνασιόπαιδα» που έπρεπε να μεταβούν στην Αιγείρα ή την Ακράτα και όποιος άλλος χρειαζόταν να κατέβει. Ήταν και ταχυδρομείο: Ο ταχυδρόμος κατέφθανε με το μοτοσακό και την καραμούζα του, σταματούσε και σφύριζε κι ύστερα στεκόταν στην άκρη της μάντρας και φώναζε με στεντόρεια φωνή το όνομα του παραλήπτη της αλληλογραφίας να έρθει να την πάρει!

Διέθετε και κουρείο η πλατεία μας: Σε μια άκρη του καφενείου ήταν η καρέκλα, ο καθρέπτης και τα σύνεργα του κουρέα. Έβαζε και «μυρουδιά» σε όποιον κουρευόταν, ραντίζοντάς τον με χύμα φθηνή κολόνια που όμως μας φαινόταν πολύ ευωδιαστή!  Και τηλεφωνείο: Τη δεκαετία του 80, που το τηλέφωνο ήταν διαδεδομένο στην Ελλάδα αλλά όχι στο χωριό, εντός του καφενείου υπήρχε τηλεφωνικός θάλαμος για κοινόχρηστη χρήση. Αν έπαιρνε κάποιος και ζητούσε ένα χωριανό, ο καφετζής έπρεπε πάλι να κάνει το Στέντορα, βγαίνοντας στην άκρη της μάντρας και φωνάζοντας το όνομά του! ( στις πιο δύσκολες περιπτώσεις έστελνε «μαντατοφόρο»).

Μα πάνω από όλα είχε και ψυχαγωγική λειτουργία η πλατεία μας. Οι άντρες ξέδιναν στον «καφενέ» τα απογεύματα και τα δροσερά καλοκαιρινά βράδια.  Για τις γυναίκες το πράγμα άλλαζε, ήταν ανδροκρατούμενη η πλατεία μας. Τις θυμάμαι όμως τη δεκαετία του 80, που τα ήθη  άλλαζαν ακόμα και στα χωριά μας, να  μαζεύονται τα καλοκαιρινά βράδια στην άκρη όπως πρωτομπαίνουμε και να κάθονται στην αράδα στη μάντρα, – τότε υπήρχε χαμηλή μάντρα εκεί που σήμερα είναι τα κάγκελα – να στριμώχνονται στο σημείο που τα σκοτεινά κλαδιά του πλατάνου τους πρόσφεραν ευεργετική προστασία και να προσπαθούν να ξεκλέψουν λίγη ώρα αναψυχής.

Πότε πότε κάποιος σύζυγος έφερνε στα γρήγορα, καρφωμένο στην οδοντογλυφίδα, ένα λουκουμάκι-κέρασμα στη γυναίκα του και επέστρεφε αμέσως στην παρέα του. Κι αυτό ήταν μεγάλη γαλαντομία! Εν μέρει εξηγεί  τη μόνιμη επωδό των μητέρων του 70-90, όταν συμβούλευαν τα παιδιά τους, ειδικά τις κόρες τους:  « Τα βλέπεις τι περνάω! Κοίταξε, καψερό, να βρεις τρόπο να πάρεις των ομματιών σου από εδώ! ».

Είχε όμως και ο κανόνας τις εξαιρέσεις του. Στο πανηγύρι των Αγίων Αναργύρων, το βράδυ στο χορό έβγαιναν και οι γυναίκες, ήταν πλήρως αποδεκτό. Αλλά και όταν ήρθε η πρώτη τηλεόραση στο χωριό, κάπου στη δεκαετία του ’70, στο καφενείο όπου πρωτοτοποθετήθηκε, οι νέες γυναίκες συνέρρεαν για να δουν «Τον παράξενο ταξιδιώτη» που παιζόταν το 1972 ή κάποια ελληνική ταινία. Οι πεθερές τους συνήθως έφριτταν!  

Για τα μικρά αγόρια και τους εφήβους όμως η πλατεία ήταν τόπος αναμφισβήτητης διασκέδασης. Το παιχνίδι άρχιζε από νωρίς το απόγευμα. Υπήρχε ένα διάταγμα στη μεταπολίτευση που υποχρέωνε τους δασκάλους να επιτηρούν τις δημόσιες εμφανίσεις των μαθητών τους τα απογεύματα. Έκανε λοιπόν «έφοδο» ο δάσκαλος ή η δασκάλα στην πλατεία, «έπεφτε σύρμα» από όποιο παιδί καιροφυλακτούσε για να τον αντιληφθεί εγκαίρως και εν ριπή οφθαλμού διαχεόταν ένας ορυμαγδός αγοριών ( αρχές δεκαετίας ‘80 το Δημοτικό σχολείο είχε πάνω από 70 φοιτώντες μαθητές) που έτρεχαν να κρυφτούν στο χάλασμα «της Αμαλίας», ένα κοντινό ερειπωμένο σπίτι, που η αφρόντιστη βλάστηση της αυλής του τους πρόσφερε κάλυψη!  

Σήμερα  πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Παρόλα αυτά η πλατεία διατηρεί ακόμα με σθένος βασικές λειτουργίες του παρελθόντος. Εξακολουθεί να είναι τόπος για συνεύρεση, για αλληλεπίδραση, για ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής,  χώρος εκδηλώσεων, μέρος για υποδοχή, για φίλεμα, για ξαπόσταμα, για παιδικό παιχνίδι, για  διακίνηση ιδεών, για ψυχαγωγία.

Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και τα χειμωνιάτικα Σαββατοκύριακα βλέπεις εδώ επισκέπτες που αναζητούν να αποδράσουν από την πόλη, να βρεθούν σε ένα χώρο αειθαλή, ταπεινό, ανεπιτήδευτο, φτιαγμένο εξ΄αρχής για να ικανοποιεί βασικές ανάγκες της κοινωνικής ζωής  και της συναισθηματικής ισορροπίας.  Αλλά κυρίως η πλατεία γίνεται «λατρεία» το καλοκαίρι.

Οι θαλερές της μουριές –πλέον σώζεται μόνο ένας πλάτανος αλλά περιμετρικά του χώρου έχουν φυτευτεί μουριές) παρέχουν ανακουφιστική τη δροσιά τους τη μέρα. Τα  δε καλοκαιρινά βράδια σφύζει από ζωή και αν και προχωράει η νύχτα, οι επισκέπτες δεν αποφασίζουν να γυρίσουν στο σπίτι τους.

Είναι ακόμα ζωντανή η πλατεία μας. Φιλόξενη, όπως το σπίτι της μάνας. Ενθαρρυντική: Υπάρχει ακόμα καιρός για ανθρώπινη επικοινωνία, για επαφή, για ξεγνοιασιά, για αναζωογόνηση!

Συντάκτης: Σοφία Αποστολοπούλου