Το μεγάλο λεβέτι ήταν ήδη πάνω στην πυροστιά. Από εχθές τοποθετήθηκε εκεί, είχε ήδη γίνει η προεργασία για την παρασκευή του σαπουνιού. Επτά του Αυγούστου, τα λάδια στις λαδούσες είχαν καθαριστεί, οι μούργες που απέμειναν έφθασε ώρα να αξιοποιηθούν.
Η Δημητρούλα, κλεισμένα οκτώ πια (γεννήθηκε το Μάιο του ’62) βγαίνοντας αγουροξυπνημένη στο λιακωτό έμεινε να παρατηρεί την ασυνήθιστη δραστηριότητα της αυλής: Σήμερα το βλέμμα της δεν το τράβηξε η ξάστερη λευκότητα του μαντρότοιχου, ούτε το βελουδένιο βυσσινί των αγριογαρύφαλων στις γλάστρες… Κοίταξε κατευθείαν τη φωτιά κάτω από το μαυρισμένο καζάνι που στήθηκε χθες στην ίσια μεριά της αυλής- γιατί η αυλή δεν ήταν παντού ισιωμένη, ήταν πετρώδες το έδαφος.
Η μητέρα ανασκουμπωμένη ανάδευε με σπουδή το περιεχόμενο του καζανιού: Ένα κράμα από λάδι και νερό μέσα στο οποίο οι γυναίκες είχαν ρίξει αποβραδίς διαλυμένη ποτάσα και με το βρασμό είχε μετατραπεί σε ένα μίγμα κρεμώδες και παχύρευστο. Και φαιό, το χρώμα που την απωθούσε τη Δημητρούλα.
Γύριζε με δύναμη το μεγάλο στηλιάρι στην εσωτερική περίμετρο του λεβετιού να ανακατευτεί καλά το υλικό. Δυο τούφες από τα λεία της μαλλιά είχαν ήδη ξεφύγει από το κεφαλομάντηλό της. Η γιαγιά από δίπλα της γέρνοντας τον τσίγκινο κουβά στο στόμιο του καζανιού έχυνε νερό λίγο-λίγο. Προσεχτικά, μην πεταχτεί επάνω τους καμιά τσιλαγρίδα και τις κάψει.. « Σύρε, πιες το γάλα σου Δημητρούλα, ντύσε και τον Κωστή, μην πλησιάζετε εδώ, θα καείτε, φευγάτε»

Με το περιεχόμενο κάτι δεν πήγαινε καλά, η γιαγιά άπλωνε λίγο με το ξύλο σ’ ένα παλιό κεραμίδι, το εξέταζε καθώς πάγωνε στην επιφάνεια του πηλού, κουνούσε το κεφάλι, «ρίξε νερό, θέλει κι άλλο», «ρίξε αλάτι» και δώσ΄ του να ανακατεύει ιδρωμένη κι αναψοκοκκινισμένη η μητέρα το πηγμένο και βαρύ μίγμα. Κι όλο σήκωνε το ξύλο από το λεβέτι και παρατηρούσε εξεταστικά την όψη του παχύρευστου υγρού στην επιφάνειά του και πάλι έριχνε νερό η γιαγιά και ανακάτευε ξανά η μητέρα. Με άγχος. Έπρεπε να πετύχει το σαπούνι. Όλη η λάτρα της χρονιάς από αυτό εξαρτιόταν. Και το ξελέκιασμα των ρούχων και το φρεσκάρισμα των υφαντών και το πλύσιμο των πιάτων και το λούσιμο και η καθαριότητα του σώματος και η πάστρα του σπιτιού. Όλα.
Έναν καιρό το σαπούνι έγινε, ήθελε κατέβασμα από τη φωτιά « εεεε μωρή Μάρω, έλα κι είναι βαρύ για την πεθερά μου, δώσε ένα χεράκι να αδειάσουμε το σαπούνι» έβαλε τη φωνή η νύφη στη γειτόνισσα. Το σήκωσαν οι δυο τους το λεβέτι με έγνοια περισσή να μην τσουρουφλιστούνε, το άδειασαν στις επί τούτου τοποθετημένες ψαροκασέλες στην πέρα άκρη, εκεί που η αυλή κατηφόριζε και το στράγγισμα ήταν πιο εύκολο. Και σβήστηκε πια η φωτιά , πάγωσε, καθαρίστηκε και φυλάχτηκε το λεβέτι,-το καρφί του ήταν στο μέσα τοίχο της χαμοκέλας δεξιά στην αυλή-, όχι επάνω από τα παχνιά των μουλαριών, στον απέναντι τοίχο, τον ελεύθερο. Την άλλη μέρα που στράγγισε από τα περιττά νερά του, το σαπούνι χαράχτηκε σε κομμάτια έτσι όπως ήταν στην κασέλα, ψήθηκε, το μάζεψαν, το φύλαξαν προσεχτικά στο κατώι, αραδιασμένο ψηλά στην τάβλα του τοίχου πάνω από το κασόνι του σιταριού.
Πήρε μια έκφραση ικανοποίησης το μούτρο της γιαγιάς και της μητέρας, μια έκφραση «αλάφρωσης» γαληνεμένης, μύρισε το κατώι μια βαθιά μυρωδιά γης κι ελιάς, μυρωδιά στιβαρή και στέρεη, μα η Δημητρούλα δε συμμεριζόταν τη χαρά αυτή. Εκείνο το φαιό το χρώμα σα να την πλάκωνε. Και το τραχύ τρίψιμο της σαπουνόπλακας, το Σάββατο που η μάνα της την έβαζε στη σκάφη και την έλουζε, κι αυτό σα να την αγρίευε λιγάκι… Και της μητέρας της το ζορισμένο στριφογύρισμα του στηλιαριού μες στο λεβέτι, κι αυτό σα να της έπιανε στη φάκα την ανεμελιά…
Μέσιαζε ο Αύγουστος, στο χωριό σπίτι-σπίτι είχαν μαζευτεί οι «ξένοι». Οι « ξένοι» από την πόλη, που τους σαγήνευε με την υπόσχεση του ευκολότερου βιοπορισμού. Μερικές φορές ερχόντουσαν κι οι «ξένοι» από τα ξένα, τη Γερμανία, την Αμερική, ακόμα και την «Αστραλία». Παιδιά κι αδέρφια των χωριανών που ήταν φευγάτα, κόπιαζαν οικογενειακώς για λίγες μέρες. Μία εβδομάδα στο χωριό, μπορεί και δύο, στο σπίτι το πατρικό, να ακουμπήσουν νοσταλγικά το βλέμμα τους στο κουρασμένο σουλούπι των γονιών, να ξεπεθυμήσουν τον παχύ ίσκιο της μουριάς στην αυλή, να τσουγκρίσουν ένα ποτηράκι με τους συγγενείς, να μάθουν νέα των χωριανών, να παίξουν τα παιδιά τους ελεύθερα στη γειτονιά.
Στης Δημητρούλας το σπίτι θα ερχόταν η θεία απ΄ την Αθήνα. Η μεγάλη αδερφή του πατέρα. Η γραμματισμένη, που ήταν υπάλληλος! Όχι μόνη, οικογενειακώς θα ερχόταν με τον άντρα και τα παιδιά της. Αναβρασμός εορταστικής προσμονής επικράτησε στο σπίτι. Έτρεχαν οι γυναίκες, -η πεθερά και η νύφη- πότε για να σαρώσουν με το πυκνό σπαρτοσάρωμα απ’ άκρη σ’ άκρη το δρόμο έξω από το σπίτι, πότε για να περάσουν με ασπριά το φουρναριό, να σκεπαστεί η ασχήμια της μουτζούρας του, πότε για να ασβεστώσουν ένα χέρι τις γραμμές γύρω γύρω στην αυλή- όσο να’ ναι ένα φρεσκάρισμα το χρειάζονταν, από των Αγίων Αναργύρων είχε περάσει μήνας. Έλεγξαν και τη σιφονιέρα με τα ασπρόρουχα, μήπως και κάποιο ασπροσέντονο χρειαζόταν φρεσκάρισμα, σιγουρεύτηκαν ότι το βάζο με το βύσσινο που είχαν κρύψει στο ψηλότερο ράφι του ντουλαπιού δεν το είχαν ανακαλύψει ακόμα τα παιδιά, ζύμωσαν να έχουν μπόλικα φρεσκοψημένα καρβέλια, στερέωσε ο παππούς δεξιά κι αριστερά στο σαμάρι του γαϊδάρου τα αδειανά νεροβάρελα, πήγε στη βρύση της γειτονιάς και τα ‘φερε γεμάτα ( το ’70 ακόμα δεν είχαν δική τους βρύση τα σπίτια), απανωγέμισε με νερό και το το βαρέλι του «μέρους» (ένα δωματιάκι ένα επί ένα με μια κουρελού για πόρτα, που είχε μόνο μια λεκάνη τουαλέτας κι ένα κομμένο βαρέλι δίπλα για το νερό), απανωγέμισε με νερό λοιπόν το βαρέλι να έχουνε να ρίχνουνε οι «χριστιανοί», μερακλώθηκε και ο πατέρας κι πετάχτηκε στο «μαγαζί» για τα ψώνια: Δύο κομμάτια ξερό μπακαλιάρο. Τη μέρα της υποδοχής η γιαγιά έφτιαχνε κάθε χρονιά μπακαλιάρο γιαχνί. Με μπόλικο σκόρδο. Με φρέσκια ντομάτα. Και βάγιο από τη βαγιά της εκκλησίας. Κι άφθονο λάδι. «Το καλό φαϊ πρέπει να κολυμπάει! Τι νοικοκυραίοι είμαστε εξάλλου! Το λάδι δε μας λείπει, πλιο»! Έφερε κι ένα παραφουσκωμένο πακέτο μαλακές, ανάλαφρες χαρτοπετσέτες ο πατέρας, πράγμα ασυνήθιστο, οι καρό υφαντές πετσέτες που βαστούσαν ακόμα από την προίκα της γιαγιάς, μια χαρά την έκαναν τη δουλειά τους! Έφερε και δυο, ναι δύο κιόλας μοσχοσάπουνα! «Λουξ»! Το ένα ροζ, το άλλο κίτρινο! Κοτζάμ υπάλληλοι θα έρχονταν σπίτι. Μια κάποια πολυτέλεια επιβαλλόταν!

Ακούμπησε το ροζ σαπούνι στη θέση του ο πατέρας: στην ταβλίτσα που είχε στερεωθεί εξωτερικά του σπιτιού στον τοίχο, δίπλα ακριβώς από τη «βρυσούλα», το δοχείο με τη μικρή κάνουλα στην άκρη, που την άνοιγαν να νιφτούν ή να ξεπλύνουν τα χέρια. Πήρε το άλλο να το φυλάξει η γιαγιά. Παραμόνευε η Δημητρούλα. Με το που έφυγαν οι μεγάλοι, το σαπουνάκι κατέβηκε από την τάβλα. Το πήρε στα χέρια, ένιωσε την υφή του λεία και απαλή. Περιεργάστηκε τις γωνίες του, όχι σκληρές, όχι τραχιές, όχι μακρόσυρτες και κοπιαστικές, όπως η λέξη « αγρότισσα», ας πούμε. Λείες και απαλές. Στρογγυλεμένες. Όπως η λέξη «υπάλληλος»! Το έφερε στη μύτη. Ακούμπησε την άκρη της μύτης πάνω του. Πήρε μια βαθιά αναπνοή. Ανεπαίσθητο άρωμα τριαντάφυλλου. Λεπτό άρωμα κυριών που χόρευαν στο μεγάλο χορό του πρίγκιπα! Εκεί στο χρυσό του παλάτι. Στη μεγάλη πολιτεία που ήταν το κέντρο του βασιλείου! Έριξε μια κλεφτή φοβισμένη ματιά προς την πόρτα του ισογείου, μη βγει έξω κανείς μεγάλος. Με το ένα χέρι άνοιξε τη βρυσούλα, με το άλλο έτριψε το σαπούνι. Επίμονα, βιαστικά. Να γίνει πολλή σαπουνάδα. Το ακούμπησε και ξέβγαλε τα χέρια. Στο λεπτό απομακρύνθηκε από τον τόπο του εγκλήματος; Μην την τσακώσουν και επ’ αυτοφώρω! Ανέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια, μπήκε στη σάλα, κάθισε στον καναπέ, έφερε βουλιμικά τα χέρια στο πρόσωπο, μια ευφρόσυνη έκφραση, ονειρώδης και ρεμβαστική απλώθηκε στο πρόσωπό της: Τα χέρια ανέδιδαν λεπτό άρωμα υπαλλήλου. Άρωμα κυριών που χόρευαν στου πρίγκιπα τη σάλα!
Ε ναι λοιπόν, αυτή θα αποκτούσε πολλά «λουξ» σαπούνια! Θα γινόταν υπάλληλος. Και μάλιστα υπάλληλος στην Αθήνα!
Συντάκτης: Σοφία Αποστολοπούλου