Ο παπά – Μήτρος Παπασωτηρίου ήταν αδελφός της γιαγιάς μου της Παναγιώτας, μητέρας του πατέρα μου. Υπηρετούσε στο ναό των Αγίων Αναργύρων, στο χωριό. Ταπεινός, εργατικός, ανεκτικός, αφοσιωμένος, λειτουργούσε και στα εξωκκλήσια που υπάγονταν στην ενορία του, στον Αϊ- Γιάννη, στον Αϊ-Δημήτρη, στον Αϊ-Βασίλη. Έκανε και αγροτικές εργασίες. Τότε οι ιερείς δεν πληρώνονταν από την πολιτεία, αλλά από τους ενορίτες. Και ήταν όλοι τους φτωχοί.
Έζησε σε δύσκολες εποχές. Μεγαλωμένος τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, βίωσε τις συνέπειες από τον ατυχή πόλεμο του 1897, από τους δυο βαλκανικούς, από τον πρώτο παγκόσμιο, από τη μικρασιατική καταστροφή και στα στερνά του κι από το δεύτερο παγκόσμιο. Κάθε φορά που ως παππάς ερχόταν αντιμέτωπος με αυξημένες δυσκολίες επισιτισμού των χωριανών, τον απασχολούσε μια ακόμη σκέψη: σε κάθε λειτουργία έπρεπε να έχει τουλάχιστον μια λειτουργιά- προσφορά, γιατί διαφορετικά δεν ήταν δυνατόν να τελέσει τη Μεγάλη Θυσία. Τότε τις λειτουργιές τις ζύμωναν οι γυναίκες στο σπίτι. Κανένας δεν τις υποχρέωνε. Το θεωρούσαν καθήκον.
Στα δύσκολα χρόνια όμως, η ανέχεια άλλαζε τα πράγματα. Το σταρένιο αλεύρι ήταν πολύ λίγο ή έλειπε τελείως. Στα μνημόσυνα βέβαια και στα Ψυχοσάββατα γνώριζε ο παπάς πως οι ενδιαφερόμενοι θα κάνουν το χρέος τους. Δεν γινόταν διαφορετικά. Στις ονομαστικές γιορτές κάποιων ενοριτών, πάλι, ήξερε πως οι γυναίκες τους, οι μητέρες τους ή οι αδερφές τους, παρά τις δυσκολίες, δεν θα άφηναν τους εορτάζοντες χωρίς λειτουργιά στην εκκλησία, έτσι για το καλό, για το “υπέρ των εορταζόντων”, για τα “χρόνια πολλά”. Για να γιορτάσουν και να χαρούν τα σπίτια. Κι ήταν τόσο σπάνια η χαρά μέσα στην τόση μαυρίλα…
Αλλά τις απλές Κυριακές τα πράγματα άλλαζαν. Κι ο παπά-Μήτρος βρέθηκε κάποτε στη δύσκολη θέση να υπενθυμίσει μια Κυριακή στην εκκλησία, απευθυνόμενος κυρίως στις γυναίκες, να μην παραλείπουν το πρόσφορο. Κάποιες κούνησαν το κεφάλι αμήχανα. Μπορεί στο βάθος να ένιωσαν και ντροπή. Δεν ξαναμίλησε γι’ αυτό το ζήτημα ο παπάς τους. Τελικά αφού η έκκληση δεν τελεσφόρησε – έβλεπε ο παπάς κάθε φθινόπωρο πολλά παιδιά φτωχών οικογενειών να ξεχύνονται στις βελανιδιές για να μαζέψουν τα μεστωμένα πλέον βελανίδια, τα οποία στη συνέχεια οι οικογένειες τα άλεθαν για να τα χρησιμοποιήσουν ως αλεύρι – ανάθεσε αυτή την υποχρέωση στην παπαδιά. Όσο και λιγοστό να ήταν το στάρι στο κασόνι τους, ίσα για μια μικρή λειτουργίτσα υπολόγισε πως το αλεύρι θα έφτανε.
Όταν ο παπά – Μήτρος έβγαινε καμιά φορά στην πλατεία, κάρφωνε τα μάτια του ψηλά στο καμπαναριό και σαν να έβλεπε ανοιχτό τον ουρανό, στεκόταν ευλαβικά, έβγαζε το καλυμμαύκι του, έκανε το σταυρό του κι όλο κάτι ψιθύριζε. Κάποιοι έλεγαν πως τον είχαν ακούσει να λέει: “Κύριε, μόνον Εσένα έχουμε. Μη μας εγκαταλείψεις…” Κι όταν έφτανε εβδομάδα, που της παπαδιάς το αλεύρι αποσωνόταν και βρισκόταν σε αμηχανία για τη λειτουργιά, ο παππά-Μήτρος κατέφευγε στην αδερφή του. Έσπρωχνε την αυλόπορτα της γιαγιάς μου διστακτικά –κι εδώ υπήρχαν κάμποσα πεινασμένα στόματα- ανέβαινε δειλά τα λίγα ξύλινα σκαλοπάτια και στην αδερφή του, που έβγαινε να τον προϋπαντήσει στο λιακωτό « Μια μικρή λειτουργίτσα, Παναγιώτα» έλεγε, «ίσα να πατάει πάνω της η σφραγίδα. Όλα τα δέχεται ο θεός!»
Από κηρύγματα μέσα στην εκκλησία ο παπά- Μήτρος δεν ήξερε. Κάποιες φορές μόνον, πριν το “δι’ ευχών…” έλεγε δυο λόγια, απλά, κατανοητά σε όλους: “Συγχωριανοί, φίλοι κι αγαπημένοι, υπομονή. Από πάνω μας είναι το μάτι του Θεού. Βλέπει πώς περνάμε. Έπειτα οι Άγιοι μας, οι Άγιοι Ανάργυροι, είναι γιατροί, ίσως οι πιο φτωχοί γιατροί του κόσμου. Δε θα μας αφήσουν. Φτάνει να τους το ζητήσουμε”.
Έτσι αθόρυβα πέρασε τη ζωή του μέχρι που τον κάλεσε κοντά του ο Θεός. Κι όταν έφυγε από τούτον τον κόσμο, έμεινε η σκιά του στην Ωραία Πύλη μ’ εκείνο το πράο ύφος, τόσο ζεστό που νόμιζες πως σ’ αγκαλιάζει, για να μην νιώθεις μόνος κι απροστάτευτος. Και να σου θυμίζει αυτό που συχνά έλεγε: “Κοίτα πόσοι είναι γύρω σου! Είναι όλοι μαζί σου, όπως κι εσύ μαζί τους”.
Χρόνια αργότερα, όταν ο πατέρας μου έβαζε εργάτες για το σκάψιμο και το σκάλισμα των αμπελιών, τους πλήρωνε με “είδος.” Το “ είδος” ήταν σιτάρι. Αφού ετοίμαζε την αμοιβή καθενός, στο τέλος έβαζε και μια οκά παραπάνω λέγοντας: “ Έτσι θα έλεγε κι έτσι θα έκανε ο μπάρμπας μου, ο παπά-Μήτρος”.
Αιωνία σου η μνήμη, ταπεινέ λευίτη… Άγιο το χώμα της πατρικής γης που σε σκέπασε, παππούλη, παπά-Μήτρο…
Σύνταξη κειμένου: Μαρία Αποστολοπούλου-Κοντού