
Εκείνη τη χρονιά, το ΄72 ήταν, τα πρωτοβρόχια καθυστέρησαν. Πήρε να μεσιάζει ο Νοέμβρης κι ακόμα τίποτα. Η γης κόκκαλο, ούτε λόγος για σπορά. Όταν επιτέλους άνοιξαν οι ουρανοί, η γη ξεδίψασε κι η πλάση μοσχοβόλησε χώμα νοτισμένο και δροσισμένα κλαριά, οι χωριανοί με το ζευγάρι τους τα ζα ξεχύθηκαν αδημονώντας να οργώσουν τα χωράφια τους. Οι Σκαλλίστρες, ο Λάζος, ο Αη-Δημήτρης, τα Πηγάδια, η Δέση, η Χούνη, του Βέργη μοσχοβόλησαν χώμα νιόσκαφτο κι αντιλάλησαν από το προτρεπτικό «έεεει χόπ! Ντέεεεεει χχχοπ!» των νοικοκυραίων στα εξαντλημένα καματερά τους. Βιάζονταν. Ο χειμώνας ερχόταν, νέα σύννεφα μαζεύονταν, έπρεπε να προφτάσουν να απανοχώσουν τα σιτηρά τους προτού να πιάσουν οι βροχές για τα καλά.
Για τούτο και οι Ρηγοπουλαίοι άργησαν να κατεβούν στα Μάρμαρα τούτη τη φορά. Η βραδινή ψύχρα έτσουζε, της Δημητρούλας τα ισχνά καλαμοπόδαρα είχαν καψαλιστεί από το πύρωμα στο τζάκι. «Από Δευτέρα θα πάτε στο σχολείο στα Μάρμαρα, παιδιά », έκανε τη σχετική ψυχολογική προετοιμασία η μητέρα. Της Δημητρούλας της άρεσε και το σχολείο στα Μάρμαρα, είχε επίπεδο ανοιχτό προαύλιο, μπορούσε απρόσκοπτα να τρέχει παίζοντας με τα άλλα παιδιά. Μα σαν το προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου Αμπελοκήπων-Χρυσανθίου, όσο και να το πεις, δεν ήταν. Δεν είχε πεύκα! Ο παππούς της τής είχε πει πως σαν ήταν νέος πολύ, μαζεύτηκαν οι νέοι του τόπου κι έκαναν την πευκοφύτευση να μην είναι ο λόφος του σχολειού τους φαλακρός. Πλέον τα πεύκα είχαν θεριέψει, ο λόφος του σχολείου ήταν άλσος κανονικό.
Και κάθε φθινόπωρο το άλσος αυτό γινόταν η χαρά των μαθητών. Στο μεγάλο διάλειμμα τα παιδιά σκορπίζονταν κάτω από τα δέντρα. Έπαιζαν με πάθος «τους μηχανικούς», έφτιαχναν «σπιτάκια» με πευκοβελόνες. Συνήθως δούλευαν ομαδικά. Τα αγόρια έκαναν σωρούς από πευκοβελόνες, τα κορίτσια τις έπαιρναν χεράδες χεράδες και θεμελίωναν «το σπίτι». Το μεγάλο τετράγωνο, το οριοθετημένο στην περίμετρό του με τις κατάξερες πευκοβελόνες ήταν η σάλα, το στενόμακρο χώρισμα, ο διάδρομος, δυο τρεις κάμαρες οπωσδήποτε. Στα «αρχοντόσπιτα» οι χώροι ήταν μεγαλύτεροι και η αυλή οριοθετημένη επίσης με ψηλό –καμιά εικοσαριά εκατοστά, να μη μας βλέπουν απέξω!- μαντρότοιχο. Στις ομάδες των παιδιών που τύχαινε να υπάρξει μέλος με «διακοσμητικό τάλαντο» τα σπιτάκια αποκτούσαν κι επίπλωση, όταν δε κάποιο κορίτσι ήταν και «μερακλού» αποκτούσαν και ανθοδοχείο! με κρόκους και κυκλάμινα που ξεπετάγονταν σε όλο το χώρο στους ίσκιους και στα ξέφωτα του άλσους. Με το που χτύπαγε το κουδούνι για μέσα, ανακηρύσσονταν βιαστικά οι νικητές, το έπαθλο ένα απλό, ήσυχο, αξεσυνέριστο, αυθεντικό, ειλικρινές « α πολύ ωραίο»!

Μα πιο αγαπημένο κι από τα «σπιτάκια» ακόμη, ήτανε τα «φουντούκια». Ποιος ξέρει πώς συνέβη να καθιερωθεί η ονομασία αυτή! Κανείς δεν ήξερε αλλά και κανείς δε μπορούσε να διανοηθεί ότι τα μικρά σποράκια που έπεφταν από τις ανοιγμένες κουκουνάρες το φθινόπωρο και σκορπίζονταν ανάμεσα στις αιχμηρές πευκοβελόνες του εδάφους, δεν ήταν φουντούκια! Μετά από απόβροχο ειδικά, που άνοιγαν περισσότερες κουκουνάρες, ο ζήλος για τη συλλογή αυξανόταν κατακόρυφα. Τα μικρά, περπατώντας σκυφτά κάτω από τα δέντρα εξέταζαν προσεκτικά το έδαφος, έσπρωχναν με τα ακροδάχτυλα ή με τη μύτη του παπουτσιού τις σωριασμένες βελόνες, φούντωναν από τη στιγμιαία έξαψη του ενθουσιασμού μόλις εντόπιζαν το «φουντούκι», το σήκωναν με ικανοποίηση χρυσοθήρα που βρήκε ψήγμα, το έσφιγγαν προσεκτικά –μην πέσουν όσα ήδη βρίσκονταν εκεί- στη χουφτίτσα τους. Νικητής ήταν όποιος με το χτύπημα του κουδουνιού είχε μαζέψει τα περισσότερα. Δεν τα κρατούσε, δεν ήταν γνωστή η χρήση των κουκουναριών στη διατροφή στο χωριό –εξάλλου ήταν και πολύ μπελαλίδικα στο σπάσιμο. Τα ξανασκόρπιζε λοιπόν κάτω από τα δέντρα. Και η διαδικασία επαναλαμβανόταν την επόμενη. Με φρέσκο πάλι ενθουσιασμό και προσήλωση!

Και στα Μάρμαρα είχε αγαπημένο παιχνίδι η Δημητρούλα. Έπαιζε «τα μήλα». Χρόνο το χρόνο γινόταν άφθαστη στην τέχνη του να «πιάνει» τα μήλα. Της άρεσε κι αυτό το παιχνίδι, την ησύχαζε. Η ομάδα της ήταν η τυχερή που την είχε. Η αντίπαλη ομάδα σκύλιαζε. Μαζεύονταν τα αγόρια της πέμπτης και της έκτης και εκσφενδόνιζαν τη μπάλα με λύσσα. Να μην την πιάσει. Να της πεταχτεί μέσα από τα χέρια, ή έστω να την πονέσει το χτύπημα αν την πετύχει. Η Δημητρούλα δε χαμπάριαζε. Τα μάτια της καρφωμένα στους απέναντι καιροφυλακτούσαν να προβλέψουν κάθε τους κίνηση. Με το που εκτοξευόταν από τα χέρια τους η μπάλα, είχε ήδη υπολογίσει αστραπιαία την καμπύλη εκτίναξής της. Ελισσόταν αριστοτεχνικά, έσκυβε, έστριβε, στριφογύριζε, έπεφτε, αστραπιαία σηκωνόταν, στο γόνατο η γρατζουνιά μάτωνε, έτσουζε, σημασία δεν έδινε, δευτερόλεπτο δεν έπαιρνε το βλέμμα από τη μπάλα, ξεφώνιζε, αναψοκοκκίνιζε, φούντωνε, τιναζόταν, τεντωνόταν, πηδούσε και «χοπ»: να το μήλο! Από τον καιρό που ανακάλυψε την κλίση της σε αυτό το παιχνίδι και στο τρέξιμο –κι εκεί διακρινόταν στο σχολειό της στα Μάρμαρα- αδημονούσε να πάει στο σκολειό.
Δεν ήταν έτσι από την αρχή. Τις δύο πρώτες χρονιές που πήγε στα Μάρμαρα, δεν το ήθελε το σχολείο. Και πιο πολύ την τρόμαζε ο συμμαθητής της, ο «Σιχαμένος». Διονύση τον έλεγαν στην πραγματικότητα, « Σιχαμένο» τον έλεγε αυτή στη σκέψη της. Ο Διονύσης λοιπόν, που η καταγωγή του ήταν και αυτού από τα Αρφαρά, αλλά η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Μάρμαρα πριν λίγα χρόνια κι εξασφάλιζαν πλέον τα προς το ζην δουλεύοντας εργάτες στα ξένα χτήματα, ο Διονύσης, ένα μεγαλόσωμο αγόρι της έκτης, που ήταν ψοροφαντασμένος και όλους «βλάχους» τους έλεγε, μια μέρα που η Δημητρούλα φόρεσε στο σχολείο τα καινούρια της υπέροχα μουσταρδί μποτάκια ( ήταν κάπως μεγάλα βέβαια γιατί η ξαδέρφη της, που τής τα είχε δώσει αφού δεν της έκαναν πια, πήγαινε ήδη στο Γυμνάσιο, αλλά τι πείραζε που ήταν μεγαλύτερα, η μαμά της τής είχε γεμίσει το κενό μπροστά από τα δάκτυλα με βαμβάκι και δεν της έπλεαν), τη μέρα εκείνη λοιπόν που η Δημητρούλα έριχνε κλεφτές θαυμαστικές ματιές στα παπούτσια της, ο Σιχαμένος μάζεψε πολλά παιδιά -ποια ήταν ούτε που μπόρεσε να θυμηθεί- που δασκαλεμένα την περικύκλωσαν κι αυτός ακινητοποιώντας την στάθηκε πλάγια μπροστά της κι επιδεικτικά-επιδεικτικά πάταγε για ώρα το μπροστινό μέρος του παπουτσιού της και στριφογύριζε επάνω του το δικό του παπούτσι, μπροστά στην κατενθουσιώδη ομήγυρη των συμμαθητών κι η Δημητρούλα κοκαλωμένη από την κατάπληξη, το φόβο της και τη ντροπή ούτε που σκέφτηκε να παραστήσει πως πονούν τα δάκτυλά της κι αυτός πανηγύριζε θριαμβευτικά «Δε σας το ‘λέγα, άδειο το παπούτσι» και η ομήγυρη επευφημούσε κι η Δημητρούλα να άνοιγε η γη να την καταπιεί… Μα τώρα η ομήγυρη επευφημούσε για της Δημητρούλας τα πολλά τα «μήλα» και την έλκυε πολύ η προοπτική να πάει από Δευτέρα στο κάτω της σχολειό.
Στο σπίτι της στα Αρφαρά οι μεγάλοι προετοιμάζονταν για την ετήσια χειμερινή μετακόμιση. Πέρα αργά την άνοιξη θα ξανάρχονταν πάλι. Ο παππούς είχε ήδη κατεβάσει το πρώτο φορτίο στα Μάρμαρα. Καβάλα στον Ψαρή αυτός, φορτωμένη η Κανέλλα από πίσω, το πρώτο δρομολόγιο είχε γίνει από μέρες. Το βουτσί με το κρασί, το βαρελάκι με το ξύδι, ο ντενεκές με το τυρί, το κιούπι με τις μελιτζάνες και τις πιπεριές τουρσί, τα βάζα με την πάστα, οι μυζήθρες, το σακί με το στάρι για το μύλο, οι σακουλοπάνες με τα τουτουμάκια και τον τραχανά, το σκαφίδι για το ζύμωμα, η πινακωτή και το φτυάρι, η τσίγκινη λεκάνη για τα ρούχα, το τσουβάλι με το σαπούνι είχαν ήδη μεταφερθεί. Τώρα οι γυναίκες έφτιαχναν τα τέντζια. Στο δάπεδο της αυλής έστρωσαν ανοιχτά τα δυο μεγάλα υφαντά μάλλινα σεντόνια της πεθεράς της γιαγιάς –μόνο για τα τέντζια τα χρησιμοποιούσανε πια- και έριχναν μέσα ό,τι μπορούσε να δεθεί σε μπόγο, όπως κουρελούδες, υφαντά για το πάτωμα, κουβέρτες, το πάπλωμα, τα σεντόνια, πετσέτες, όλο το ρουχισμό που προοριζόταν για ένδυση, παπούτσια, ή πράγματα της οικοσκευής που ήταν μικρά σχετικώς: μαχαιροπίρουνα, βιβλία και τετράδια, το ματσάκι με το τσάι και το άλλο με τη ρίγανη, το σουρωτήρι, την κρησάρα κι ό,τι άλλο χρειαζούμενο έπρεπε να μεταφερθεί. Οι άντρες συγυρίζανε τις κότες. Τις γίδες, την προβατίνα και τα κουνέλια τα είχαν ήδη μετακινήσει σε προηγούμενο δρομολόγιο. Ο πατέρας έπιανε τις κότες, που φτεροκοπούσαν κακαρίζοντας τρομαγμένες. Ο παππούς τούς έδενε τα πόδια και τις κρέμαγε μία μία ανάποδα από τις δυο ανεμόσκαλες που είχε στερεώσει δεξιά και αριστερά στο σαμάρι του αλόγου. Οι κότες τινάζονταν μια δυο φορές κρεμασμένες όπως ήταν με το κεφάλι κάτω και ησύχαζαν μετά. Τα τέντζια είχαν ολοκληρωθεί, οι άκρες του σεντονιού σφιχτοδεμένες είχαν ασφαλιστεί επιπλέον και με σκοινί, τα τέντζια φορτώθηκαν και δέθηκαν επάνω στο σαμάρι, οι άντρες ξεκίνησαν πεζή για το νέο δρομολόγιο, εννιά χιλιόμετρα, μα ευτυχώς, κατήφορος.
Την Κυριακή το μεσημέρι κατέβηκαν και τα γυναικόπαιδα. Με αμάξι αυτή τη φορά, εύκολα πράγματα. Και η ζωή πήρε τη χειμερινή της ροή. Οι μεγάλοι καθημερινά για τις ελιές στα Παλιοκάτωνα, τα παιδιά στο σχολείο, το Σαββατόβραδο λούσιμο, την Κυριακή σχόλη, μοσχοβολιστό κοκκινιστό και «μήλα» άφθονα για τη Δημητρούλα.
Θα είχαν περάσει και δύο μήνες, που μια μέρα στο μάθημα της Φυσικής Ιστορίας ο δάσκαλος παράδωσε για το πεύκο. Μίλησε για τα κωνοφόρα και τα είδη τους, για τη μορφή του πεύκου, για τα «φύεται και ευδοκιμεί», για το ρετσίνι, για τις κουκουνάρες… ήρθε η ώρα να μιλήσει και για τον καρπό του πεύκου. Ο δάσκαλος ήταν μερακλής, του άρεσαν οι ερωτήσεις και το μάθημα το συμμετοχικό. « Και μήπως ξέρει κανένας από εσάς πως λέγονται οι καρποί του πεύκου;» ρώτησε όλο ενδιαφέρον. Που να το ξέρουν αυτό τα παιδιά που πήγαιναν μόνο στα Μάρμαρα σχολείο! Μα τα παιδιά των Αρφαρών –και ήταν οκτώ- όλα το ήξεραν. Τα χέρια σηκώθηκαν με αδημονία.
« Κύριε, κυρ, κύριε κυρ».
Ο δάσκαλος αργούσε να πει. Είχε εκπλαγεί από το Γιάννη τον Κούμαρη. Ο Γιάννης, που είχε κι αυτός κατέβει από τα Αρφαρά, ήτανε ένα ιδιαιτέρως μαζεμένο παιδί. Λοβό, καχεχτικό. Και τραυλό. Με ξυρισμένο γουλί το κεφάλι γιατί πρόσφατα είχε ψείρες. Αδύναμο παιδί. Πέμπτη τάξη και ακόμα συλλάβιζε δεινά. Φτωχή οικογένεια, αγράμματη, ποιος ασχολιότανε με το συλλαβισμό! Η γηπεδιαία ιαχή «Κύριε κυρ, κύριε κυρ» συνεχιζόταν αδιάλειπτη. Τα σηκωμένα χέρια πετάγονταν ψηλά και μπροστά, θαρρείς να μπουν στο μάτι του δασκάλου. Ο Γιάννης ασυγκράτητος χειρονομούσε ακόμα πιο δυνατά. Ανασήκωσε όλο του το σώμα μάλιστα, πατώντας στο υποπόδιο του ξύλινου θρανίου για να είναι πιο ψηλός από τους άλλους. Τα μάτια του είχαν τη φωτιά της ικεσίας « Κυρ κυρ κυρ κυρ κυρ» Από το στόμα του πετιόντουσαν σάλια.
Πες μας Γιάννη, αποφασίζει κεραυνοβολημένος ο δάσκαλος με βλέμμα διάπυρο από την προσμονή.
ΦΟΥΝΤΟΥΟΥΟΥΚΙΑ κύριε! βροντοφωνάζει ολοπερήφανος ο Γιάννης!
Στην αίθουσα πλήρης ακινησία, ανάσα κομμένη κεραυνόπληκτου περιηγητή.
Να ήταν η έκφραση του δασκάλου –κιχ δεν έβγαλε ο καψερός-, να ‘ταν τα αόρατα κύματα αμηχανίας, συντριβής θαρρείς, που διαχύθηκαν στο δωμάτιο από το σώμα του; ό,τι και να ΄ταν, ο Γιάννης κάθισε στο θρανίο του αργά-αργά, ξεφουσκωτά-ξεφουσκωτά, σαν σε πλάνο από ταινία σινεμά που δείχνει τη σκηνή αμέσως μετά την έκρηξη. Ο τοίχος δεν ανάσαινε, ο δάσκαλος δεν ανάσαινε, οι μαθητές δεν ανάσαιναν. Ο Σιχαμένος δεν ανάσανε καν… Ούτε τότε ούτε μετά!
Η Δημητρούλα ζάρωσε ζεματισμένη στο κάθισμα. Τα μάγουλά της κατακοκκίνισαν. Είχε υποψιαστεί. Ο κόμπος κατέβηκε από το λαρύγγι στο στομάχι. Ευτυχώς που δεν έβαλε ο «κύριος» αυτήν να απαντήσει. Στο διάλειμμα, όταν τα παιδιά σπρώχνονταν να βγουν στο προαύλιο, έμεινε σκόπιμα λίγο πίσω, να εξασφαλίσει απόσταση από το Γιάννη που προπορευόταν. Άρχισε να τον αποφεύγει συστηματικά. Τι δουλειά είχε αυτή με τα παιδιά των Αρφαρών που νόμιζαν ότι το πεύκο κάνει φουντούκια;
Τη μέρα εκείνη η Δημητρούλα τα απογείωσε τα «μήλα»! Έπαιξε σύψυχη με τον υφέρποντα πανικό του πολιορκημένου. Με αυταπάρνηση. Με φανατισμό. Όλα για όλα για τη νίκη! Τα «μήλα» έπαψαν να είναι ένα αθώο παιδικό παιχνίδι με τη μπάλα. Έγιναν ο διαρκής αγώνας του πολίτη για την εξασφάλιση μιας αποδεκτής κοινωνικής ταυτότητας…
Σοφία Αποστολοπούλου