Που θα κονέψει (κάνω κονάκι-κονεύω από την τούρκικη λέξη konak =καταλύω, σταθμεύω, σταματώ) ο επισκέπτης του χωριού;
Μα φυσικά στην πλατεία!
Tο σημείο αναφοράς και τοπόσημο κάθε παλιού ελληνικού χωριού.
Η πλατεία μας έχει το όνομα του ευεργέτη του χωριού και της περιοχής γενικότερα. «Πλατεία Φιλίππου Μετζελοπούλου» λέγεται, ως ένδειξη τιμής στον πατέρα του αδικοχαμένου Φιλίππου, Ανδρέα Μετζελόπουλο του Αλεξίου (από τα Αρφαρά – σύγχρονη ονομασία Αμπελόκηποι-, ευεργέτη του χωριού, που αν και πρόκοψε σε μέρη μακρινά, διατήρησε μέχρι τέλους την αγάπη, την έγνοια και τη φροντίδα για τον τόπο της καταγωγής του.
Με τον απαραίτητο πλάτανο, τη βρύση φυσικά, την εκκλησία στην εμπασιά της, το «μαγαζί» (παντοπωλείο, τηλεφωνείο, κουρείο και προπαντός καφενείο στο παρελθόν), καφενείο και ταβέρνα στις μέρες μας, και τις «Υπηρεσίες», κοινοτικό γραφείο και αγροτικό ιατρείο δηλαδή.
Απλή – όπως όλων των παραδοσιακών χωριών – φτιάχτηκε η πλατεία μας, ταπεινή, όχι ευφάνταστη, όχι μνημειακή αλλά παλλόμενη, ζωντανή καρδιά του οικισμού, το κέντρο της κοινωνικής ζωής του χωριού, που αναπτύχθηκε περιφερειακά γύρω από αυτήν.
Εδώ κατέλυαν εξαρχής οι άνθρωποι για να λειτουργηθούν στην εκκλησία, να συμμετάσχουν στους γάμους και τις βαπτίσεις των συγχωριανών τους, να πουν το τελευταίο αντίο σε φίλους και συγγενείς, να συνεννοηθούν οι άντρες για τις δουλειές τους, να κλείσουν συνεργασίες και δοσοληψίες, να ανταλλάξουν νέα και ερμηνείες για το τι γίνεται στον κόσμο, να επικοινωνήσουν τις απόψεις τους και τα συναισθήματά τους, να ακούσουν στις προεκλογικές περιόδους πολιτικούς λόγους, να λάβουν τις αναγκαίες πληροφορίες για να αποφασίσουν για τα κοινά αλλά και την ιδιωτική τους ζωή, να στηλιτεύσουν τα κακώς κείμενα.
Ήταν κάτι σα λόφος της Πνύκας η πλατεία μας! Και Βουλευτήριο! Και άτυπο Δικαστήριο! Αλλά ήταν και αγορά:
Οι γυναίκες έστελναν τα παιδιά τους με λίγες δραχμές στο χέρι να τους αγοράσουν ό,τι τους έλειπε στην κουζίνα, ένα «χαρτί» αλάτι, ένα «χαρτί» ζάχαρη, τέτοια πράγματα. Πότε πότε κατέλυε στην πλατεία ο γανωματής ή και ο καρεκλάς. Άλλοτε «ο έμπορας» που στον καιρό της τεχνολογίας στάθμευε το φορτωμένο αμάξι του, έβαζε στο τέρμα το ραδιόφωνο με την ίδια ως επί το πλείστον κασέτα, και περίμενε να μαζευτούν οι ενδιαφερόμενοι να τους δείξει την πραμάτεια του.
Ήταν και σταθμός λεωφορείου η πλατεία μας! Τα πρωινά μαζεύονταν τα «γυμνασιόπαιδα» που έπρεπε να μεταβούν στην Αιγείρα ή την Ακράτα και όποιος άλλος χρειαζόταν να κατέβει. Ήταν και ταχυδρομείο: Ο ταχυδρόμος κατέφθανε με το μοτοσακό και την καραμούζα του, σταματούσε και σφύριζε κι ύστερα στεκόταν στην άκρη της μάντρας και φώναζε με στεντόρεια φωνή το όνομα του παραλήπτη της αλληλογραφίας να έρθει να την πάρει!
Διέθετε και κουρείο η πλατεία μας: Σε μια άκρη του καφενείου ήταν η καρέκλα, ο καθρέπτης και τα σύνεργα του κουρέα. Έβαζε και «μυρουδιά» σε όποιον κουρευόταν, ραντίζοντάς τον με χύμα φθηνή κολόνια που όμως μας φαινόταν πολύ ευωδιαστή! Και τηλεφωνείο: Τη δεκαετία του 80, που το τηλέφωνο ήταν διαδεδομένο στην Ελλάδα αλλά όχι στο χωριό, εντός του καφενείου υπήρχε τηλεφωνικός θάλαμος για κοινόχρηστη χρήση. Αν έπαιρνε κάποιος και ζητούσε ένα χωριανό, ο καφετζής έπρεπε πάλι να κάνει το Στέντορα, βγαίνοντας στην άκρη της μάντρας και φωνάζοντας το όνομά του! ( στις πιο δύσκολες περιπτώσεις έστελνε «μαντατοφόρο»).
Μα πάνω από όλα είχε και ψυχαγωγική λειτουργία η πλατεία μας. Οι άντρες ξέδιναν στον «καφενέ» τα απογεύματα και τα δροσερά καλοκαιρινά βράδια. Για τις γυναίκες το πράγμα άλλαζε, ήταν ανδροκρατούμενη η πλατεία μας. Τις θυμάμαι όμως τη δεκαετία του 80, που τα ήθη άλλαζαν ακόμα και στα χωριά μας, να μαζεύονται τα καλοκαιρινά βράδια στην άκρη όπως πρωτομπαίνουμε και να κάθονται στην αράδα στη μάντρα, – τότε υπήρχε χαμηλή μάντρα εκεί που σήμερα είναι τα κάγκελα – να στριμώχνονται στο σημείο που τα σκοτεινά κλαδιά του πλατάνου τους πρόσφεραν ευεργετική προστασία και να προσπαθούν να ξεκλέψουν λίγη ώρα αναψυχής.
Πότε πότε κάποιος σύζυγος έφερνε στα γρήγορα, καρφωμένο στην οδοντογλυφίδα, ένα λουκουμάκι-κέρασμα στη γυναίκα του και επέστρεφε αμέσως στην παρέα του. Κι αυτό ήταν μεγάλη γαλαντομία! Εν μέρει εξηγεί τη μόνιμη επωδό των μητέρων του 70-90, όταν συμβούλευαν τα παιδιά τους, ειδικά τις κόρες τους: « Τα βλέπεις τι περνάω! Κοίταξε, καψερό, να βρεις τρόπο να πάρεις των ομματιών σου από εδώ! ».
Είχε όμως και ο κανόνας τις εξαιρέσεις του. Στο πανηγύρι των Αγίων Αναργύρων, το βράδυ στο χορό έβγαιναν και οι γυναίκες, ήταν πλήρως αποδεκτό. Αλλά και όταν ήρθε η πρώτη τηλεόραση στο χωριό, κάπου στη δεκαετία του ’70, στο καφενείο όπου πρωτοτοποθετήθηκε, οι νέες γυναίκες συνέρρεαν για να δουν «Τον παράξενο ταξιδιώτη» που παιζόταν το 1972 ή κάποια ελληνική ταινία. Οι πεθερές τους συνήθως έφριτταν!
Για τα μικρά αγόρια και τους εφήβους όμως η πλατεία ήταν τόπος αναμφισβήτητης διασκέδασης. Το παιχνίδι άρχιζε από νωρίς το απόγευμα. Υπήρχε ένα διάταγμα στη μεταπολίτευση που υποχρέωνε τους δασκάλους να επιτηρούν τις δημόσιες εμφανίσεις των μαθητών τους τα απογεύματα. Έκανε λοιπόν «έφοδο» ο δάσκαλος ή η δασκάλα στην πλατεία, «έπεφτε σύρμα» από όποιο παιδί καιροφυλακτούσε για να τον αντιληφθεί εγκαίρως και εν ριπή οφθαλμού διαχεόταν ένας ορυμαγδός αγοριών ( αρχές δεκαετίας ‘80 το Δημοτικό σχολείο είχε πάνω από 70 φοιτώντες μαθητές) που έτρεχαν να κρυφτούν στο χάλασμα «της Αμαλίας», ένα κοντινό ερειπωμένο σπίτι, που η αφρόντιστη βλάστηση της αυλής του τους πρόσφερε κάλυψη!
Σήμερα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Παρόλα αυτά η πλατεία διατηρεί ακόμα με σθένος βασικές λειτουργίες του παρελθόντος. Εξακολουθεί να είναι τόπος για συνεύρεση, για αλληλεπίδραση, για ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, χώρος εκδηλώσεων, μέρος για υποδοχή, για φίλεμα, για ξαπόσταμα, για παιδικό παιχνίδι, για διακίνηση ιδεών, για ψυχαγωγία.
Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και τα χειμωνιάτικα Σαββατοκύριακα βλέπεις εδώ επισκέπτες που αναζητούν να αποδράσουν από την πόλη, να βρεθούν σε ένα χώρο αειθαλή, ταπεινό, ανεπιτήδευτο, φτιαγμένο εξ΄αρχής για να ικανοποιεί βασικές ανάγκες της κοινωνικής ζωής και της συναισθηματικής ισορροπίας. Αλλά κυρίως η πλατεία γίνεται «λατρεία» το καλοκαίρι.
Οι θαλερές της μουριές –πλέον σώζεται μόνο ένας πλάτανος αλλά περιμετρικά του χώρου έχουν φυτευτεί μουριές) παρέχουν ανακουφιστική τη δροσιά τους τη μέρα. Τα δε καλοκαιρινά βράδια σφύζει από ζωή και αν και προχωράει η νύχτα, οι επισκέπτες δεν αποφασίζουν να γυρίσουν στο σπίτι τους.
Είναι ακόμα ζωντανή η πλατεία μας. Φιλόξενη, όπως το σπίτι της μάνας. Ενθαρρυντική: Υπάρχει ακόμα καιρός για ανθρώπινη επικοινωνία, για επαφή, για ξεγνοιασιά, για αναζωογόνηση!
Συντάκτης: Σοφία Αποστολοπούλου