Μουσείο Φωτογραφίας Αμπελοκήπων (Αρφαρών): η σημασία του
Εκ πρώτης θα έλεγε κανείς πως το Μουσείο μας έχει νόημα μόνο για τους ντόπιους. Ότι σε αυτούς μόνο απευθύνεται εφόσον τους δίνει τη δυνατότητα να βλέπουν συγκεντρωμένες τις απεικονίσεις συγγενών και συγχωριανών τους.
Εκ πρώτης ίσως δε διακρίνεται κάποιος άλλος λόγος χρησιμότητας του Μουσείου.
Αλλά μια πιο προσεκτική ματιά διαψεύδει γρήγορα την πρώτη εντύπωση…
Το Μουσείο είναι η απεικόνιση μιας εποχής και μιας κοινωνίας, αφηγείται την πορεία του τόπου μας στο βασικό κορμό του 20ου αιώνα. Οι φωτογραφίες και τα κείμενα διηγούνται την ιστορία του χωριού. Και τι μας λένε;
Μας θυμίζουν λοιπόν ότι το 1910 το χωριό μας ήταν η έδρα του δήμου Αιγειρατών.( Από τα απογραφικά στοιχεία ξέρουμε ότι αριθμούσε περί τους 600 κατοίκους).
Ὀτι προπολεμικά το σχολείο γέμιζε ασφυκτικά από παιδιά, οι οικογένειες ήταν εκτεταμένες, οι παππούδες δεν ήταν περιθωριοποιημένοι, φωτογραφίζονταν στο κέντρο της οικογενειακής ομήγυρης, τα παιδιά σε κάθε οικογένεια ήσαν πολλά, οι άνθρωποι φτωχοί, οι γυναίκες ιδιαιτέρως ταλαιπωρημένες.
Οι φωτογραφίες μας θυμίζουν επίσης ότι η εργασία των κατοίκων ήταν εξαιρετικά επίπονη και πως τα ζώα πρωτοστατούσαν στις αγροτικές εργασίες και στις μεταφορές μέχρι το 1960-70.Ότι το πρώτο δημόσιο μεταφορικό μέσο διατέθηκε στο χωριό το 195.. και ότι δεν ήταν άλλο από ένα φορτηγό με στερεωμένες δυο τάβλες στα πλαϊνά της καρότσας για να κάθονται οι επιβάτες του.
Μας θυμίζουν ότι τα σπίτια απέκτησαν βρύση το 1972-73. Μέχρι τότε την ανάγκη των οικιών για νερό την κάλυπταν οι βρύσες της γειτονιάς. Ότι αποχωρητήριο εντός της αυλής είχαν αποκτήσει μόλις λίγα χρόνια πριν κι αυτό αναγκαστικά κατ’εντολήν της δικτατορικής κυβέρνησης. Η φωτογραφία επίσης των εγκαινίων της ηλεκτροδότησης μας θυμίζει πως ηλεκτρικό ρεύμα αποκτήσαμε το 1968.
Οι φωτογραφίες δείχνουν ότι οι πρόγονοί μας στο βασικό κορμό του 20ου αιώνα έζησαν φτωχικά αλλά παρά τις στερήσεις και την απουσία ανέσεων είχαν ισχυρή αίσθηση αξιοπρέπειας, αγάπη στη νοικοκυροσύνη κι επιθυμία ανταπόκρισης στα Αθηναϊκά πρότυπα εμφανισιακής ευπρέπειας, όπως δείχνουν τα Κυριακάτικα και γιορτινά ντυσίματά τους. Ότι το καφενείο και η πλατεία ήταν ανδροκρατούμενοι χώροι ακόμα και τη δεκαετία του ’70. Ότι ο εκκλησιασμός, τα εκκλησιαστικά μυστήρια και το πανηγύρι ήταν η σχεδόν μόνη δυνατότητα που είχαν οι γυναίκες για να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους για δημόσια εμφάνιση
Από τις φωτογραφίες θυμόμαστε τις παλιές γειτονιές και τις παλιές φιλίες συνειδητοποιώντας ότι η συνάθροιση στη γειτονιά, η σχέση με τους συγγενείς, η φιλία, η αλληλοβοήθεια ήταν το συναισθηματικό καταφύγιο κι οι στυλοβάτες της ψυχικής ισορροπίας των ανθρώπων
Μια ματιά στις απεικονίσεις του σχολείου βεβαιώνει ότιγια να βγάλουν το Γυμνάσιο τα παιδιά των Αρφαρών πήγαιναν με τα πόδια μέσα από δύσβατα μονοπάτια στην Ακράτα και ότι το Δημοτικό από τον πόλεμο και μετά πήρε ανεπιστρεπτί την κατιούσα πορεία του.
Οι φωτογραφίες κάνουν και μνεία των στρατιωτικών περιπετειών του χωριού μας θυμίζοντάς μας ότι το χωριό θρήνησε θύματα στους πολέμους και ότι μετά το δεύτερο παγκόσμιο και τον εμφύλιο πόλεμο μπήκε σε τροχιά εξωτερικής μετανάστευσης και αστυφιλίας.
Όλα αυτά και με άλλες ακόμα λεπτομέρειες τα αφηγούνται οι φωτογραφίες του Μουσείου μας. Γι αυτό το Μουσείο δεν είναι τέσσερις τοίχοι με κρεμασμένες φωτογραφίες
Είναι πρωτίστως μια ευκαιρία για τους παλιότερους σε ηλικία να αφηγηθούν μέσω της δύναμης των εικόνων πιο πειστικά την ιστορία τους στους νεότερους, ώστε να ξαλαφρώσουν οι ίδιοι από το βάρος του μοναχικού τους αγώνα ζωής κι ώστε να κάνουν τους νέους κοινωνούς των βιωμάτων τους.
Είναι επίσης μια ευκαιρία για τους νεότερους να μάθουν την ιστορία του τόπου τους, να δεθούν με την προγονική γη, να εκτιμήσουν τους κόπους των παλιότερων γενιών, να κατανοήσουν τις παραλείψεις και τα λάθη τους, να αγαπήσουν το χωριό ώστε να επιθυμήσουν να το κρατήσουν ζωντανό και να κινητοποιηθούν ώστε να το εξελίξουν.
Το Μουσείο είναι μια μνεία κι ένας φόρος τιμής στους αποδήμους συγχωριανούς μας, που πιεσμένοι από τις συνθήκες πέρασαν τη ζωή μακριά από τον τόπο τους αλλά και τώρα ακόμα που βρίσκονται στην τρίτη ηλικία, δεν έπαψαν να νοσταλγούν το χωριό και τους συγχωριανούς τους και να εκφράζουν έμπρακτα το ενδιαφέρον τους.
Είναι ακόμα μια ευχαριστήρια ανταμοιβή προς τους ανθρώπους που κατάγονται από άλλο τόπο, αλλά δελεασμένοι από τη φυσική ομορφιά του ήρθαν στο χωριό, απέκτησαν σε αυτό την εξοχική κατοικία τους και το τίμησαν επενδύοντας τα χρήματά τους και την παρουσία τους.
Είναι τελικά το δώρο εμάς των μεγαλύτερων στους νέους, για να τους μάθουμε να μην παραιτούνται από την προσπάθεια βελτίωσης του χωριού τους, να θέτουν στόχους σε όποια ηλικία κι αν βρεθούν, να πιστεύουν στη συλλογικότητα και στον εθελοντισμό και να τους δώσουμε ένα παράδειγμα κοινωνικής συνείδησης και προσφοράς.
Εκείνη τη χρονιά, το ΄72 ήταν, τα πρωτοβρόχια καθυστέρησαν. Πήρε να μεσιάζει ο Νοέμβρης κι ακόμα τίποτα. Η γης κόκκαλο, ούτε λόγος για σπορά. Όταν επιτέλους άνοιξαν οι ουρανοί, η γη ξεδίψασε κι η πλάση μοσχοβόλησε χώμα νοτισμένο και δροσισμένα κλαριά, οι χωριανοί με το ζευγάρι τους τα ζα ξεχύθηκαν αδημονώντας να οργώσουν τα χωράφια τους. Οι Σκαλλίστρες, ο Λάζος, ο Αη-Δημήτρης, τα Πηγάδια, η Δέση, η Χούνη, του Βέργη μοσχοβόλησαν χώμα νιόσκαφτο κι αντιλάλησαν από το προτρεπτικό «έεεει χόπ! Ντέεεεεει χχχοπ!» των νοικοκυραίων στα εξαντλημένα καματερά τους. Βιάζονταν. Ο χειμώνας ερχόταν, νέα σύννεφα μαζεύονταν, έπρεπε να προφτάσουν να απανοχώσουν τα σιτηρά τους προτού να πιάσουν οι βροχές για τα καλά.
Για τούτο και οι Ρηγοπουλαίοι άργησαν να κατεβούν στα Μάρμαρα τούτη τη φορά. Η βραδινή ψύχρα έτσουζε, της Δημητρούλας τα ισχνά καλαμοπόδαρα είχαν καψαλιστεί από το πύρωμα στο τζάκι. «Από Δευτέρα θα πάτε στο σχολείο στα Μάρμαρα, παιδιά », έκανε τη σχετική ψυχολογική προετοιμασία η μητέρα. Της Δημητρούλας της άρεσε και το σχολείο στα Μάρμαρα, είχε επίπεδο ανοιχτό προαύλιο, μπορούσε απρόσκοπτα να τρέχει παίζοντας με τα άλλα παιδιά. Μα σαν το προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου Αμπελοκήπων-Χρυσανθίου, όσο και να το πεις, δεν ήταν. Δεν είχε πεύκα! Ο παππούς της τής είχε πει πως σαν ήταν νέος πολύ, μαζεύτηκαν οι νέοι του τόπου κι έκαναν την πευκοφύτευση να μην είναι ο λόφος του σχολειού τους φαλακρός. Πλέον τα πεύκα είχαν θεριέψει, ο λόφος του σχολείου ήταν άλσος κανονικό.
Και κάθε φθινόπωρο το άλσος αυτό γινόταν η χαρά των μαθητών. Στο μεγάλο διάλειμμα τα παιδιά σκορπίζονταν κάτω από τα δέντρα. Έπαιζαν με πάθος «τους μηχανικούς», έφτιαχναν «σπιτάκια» με πευκοβελόνες. Συνήθως δούλευαν ομαδικά. Τα αγόρια έκαναν σωρούς από πευκοβελόνες, τα κορίτσια τις έπαιρναν χεράδες χεράδες και θεμελίωναν «το σπίτι». Το μεγάλο τετράγωνο, το οριοθετημένο στην περίμετρό του με τις κατάξερες πευκοβελόνες ήταν η σάλα, το στενόμακρο χώρισμα, ο διάδρομος, δυο τρεις κάμαρες οπωσδήποτε. Στα «αρχοντόσπιτα» οι χώροι ήταν μεγαλύτεροι και η αυλή οριοθετημένη επίσης με ψηλό –καμιά εικοσαριά εκατοστά, να μη μας βλέπουν απέξω!- μαντρότοιχο. Στις ομάδες των παιδιών που τύχαινε να υπάρξει μέλος με «διακοσμητικό τάλαντο» τα σπιτάκια αποκτούσαν κι επίπλωση, όταν δε κάποιο κορίτσι ήταν και «μερακλού» αποκτούσαν και ανθοδοχείο! με κρόκους και κυκλάμινα που ξεπετάγονταν σε όλο το χώρο στους ίσκιους και στα ξέφωτα του άλσους. Με το που χτύπαγε το κουδούνι για μέσα, ανακηρύσσονταν βιαστικά οι νικητές, το έπαθλο ένα απλό, ήσυχο, αξεσυνέριστο, αυθεντικό, ειλικρινές « α πολύ ωραίο»!
Μα πιο αγαπημένο κι από τα «σπιτάκια» ακόμη, ήτανε τα «φουντούκια». Ποιος ξέρει πώς συνέβη να καθιερωθεί η ονομασία αυτή! Κανείς δεν ήξερε αλλά και κανείς δε μπορούσε να διανοηθεί ότι τα μικρά σποράκια που έπεφταν από τις ανοιγμένες κουκουνάρες το φθινόπωρο και σκορπίζονταν ανάμεσα στις αιχμηρές πευκοβελόνες του εδάφους, δεν ήταν φουντούκια! Μετά από απόβροχο ειδικά, που άνοιγαν περισσότερες κουκουνάρες, ο ζήλος για τη συλλογή αυξανόταν κατακόρυφα. Τα μικρά, περπατώντας σκυφτά κάτω από τα δέντρα εξέταζαν προσεκτικά το έδαφος, έσπρωχναν με τα ακροδάχτυλα ή με τη μύτη του παπουτσιού τις σωριασμένες βελόνες, φούντωναν από τη στιγμιαία έξαψη του ενθουσιασμού μόλις εντόπιζαν το «φουντούκι», το σήκωναν με ικανοποίηση χρυσοθήρα που βρήκε ψήγμα, το έσφιγγαν προσεκτικά –μην πέσουν όσα ήδη βρίσκονταν εκεί- στη χουφτίτσα τους. Νικητής ήταν όποιος με το χτύπημα του κουδουνιού είχε μαζέψει τα περισσότερα. Δεν τα κρατούσε, δεν ήταν γνωστή η χρήση των κουκουναριών στη διατροφή στο χωριό –εξάλλου ήταν και πολύ μπελαλίδικα στο σπάσιμο. Τα ξανασκόρπιζε λοιπόν κάτω από τα δέντρα. Και η διαδικασία επαναλαμβανόταν την επόμενη. Με φρέσκο πάλι ενθουσιασμό και προσήλωση!
Και στα Μάρμαρα είχε αγαπημένο παιχνίδι η Δημητρούλα. Έπαιζε «τα μήλα». Χρόνο το χρόνο γινόταν άφθαστη στην τέχνη του να «πιάνει» τα μήλα. Της άρεσε κι αυτό το παιχνίδι, την ησύχαζε. Η ομάδα της ήταν η τυχερή που την είχε. Η αντίπαλη ομάδα σκύλιαζε. Μαζεύονταν τα αγόρια της πέμπτης και της έκτης και εκσφενδόνιζαν τη μπάλα με λύσσα. Να μην την πιάσει. Να της πεταχτεί μέσα από τα χέρια, ή έστω να την πονέσει το χτύπημα αν την πετύχει. Η Δημητρούλα δε χαμπάριαζε. Τα μάτια της καρφωμένα στους απέναντι καιροφυλακτούσαν να προβλέψουν κάθε τους κίνηση. Με το που εκτοξευόταν από τα χέρια τους η μπάλα, είχε ήδη υπολογίσει αστραπιαία την καμπύλη εκτίναξής της. Ελισσόταν αριστοτεχνικά, έσκυβε, έστριβε, στριφογύριζε, έπεφτε, αστραπιαία σηκωνόταν, στο γόνατο η γρατζουνιά μάτωνε, έτσουζε, σημασία δεν έδινε, δευτερόλεπτο δεν έπαιρνε το βλέμμα από τη μπάλα, ξεφώνιζε, αναψοκοκκίνιζε, φούντωνε, τιναζόταν, τεντωνόταν, πηδούσε και «χοπ»: να το μήλο! Από τον καιρό που ανακάλυψε την κλίση της σε αυτό το παιχνίδι και στο τρέξιμο –κι εκεί διακρινόταν στο σχολειό της στα Μάρμαρα- αδημονούσε να πάει στο σκολειό.
Δεν ήταν έτσι από την αρχή. Τις δύο πρώτες χρονιές που πήγε στα Μάρμαρα, δεν το ήθελε το σχολείο. Και πιο πολύ την τρόμαζε ο συμμαθητής της, ο «Σιχαμένος». Διονύση τον έλεγαν στην πραγματικότητα, « Σιχαμένο» τον έλεγε αυτή στη σκέψη της. Ο Διονύσης λοιπόν, που η καταγωγή του ήταν και αυτού από τα Αρφαρά, αλλά η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Μάρμαρα πριν λίγα χρόνια κι εξασφάλιζαν πλέον τα προς το ζην δουλεύοντας εργάτες στα ξένα χτήματα, ο Διονύσης, ένα μεγαλόσωμο αγόρι της έκτης, που ήταν ψοροφαντασμένος και όλους «βλάχους» τους έλεγε, μια μέρα που η Δημητρούλα φόρεσε στο σχολείο τα καινούρια της υπέροχα μουσταρδί μποτάκια ( ήταν κάπως μεγάλα βέβαια γιατί η ξαδέρφη της, που τής τα είχε δώσει αφού δεν της έκαναν πια, πήγαινε ήδη στο Γυμνάσιο, αλλά τι πείραζε που ήταν μεγαλύτερα, η μαμά της τής είχε γεμίσει το κενό μπροστά από τα δάκτυλα με βαμβάκι και δεν της έπλεαν), τη μέρα εκείνη λοιπόν που η Δημητρούλα έριχνε κλεφτές θαυμαστικές ματιές στα παπούτσια της, ο Σιχαμένος μάζεψε πολλά παιδιά -ποια ήταν ούτε που μπόρεσε να θυμηθεί- που δασκαλεμένα την περικύκλωσαν κι αυτός ακινητοποιώντας την στάθηκε πλάγια μπροστά της κι επιδεικτικά-επιδεικτικά πάταγε για ώρα το μπροστινό μέρος του παπουτσιού της και στριφογύριζε επάνω του το δικό του παπούτσι, μπροστά στην κατενθουσιώδη ομήγυρη των συμμαθητών κι η Δημητρούλα κοκαλωμένη από την κατάπληξη, το φόβο της και τη ντροπή ούτε που σκέφτηκε να παραστήσει πως πονούν τα δάκτυλά της κι αυτός πανηγύριζε θριαμβευτικά «Δε σας το ‘λέγα, άδειο το παπούτσι» και η ομήγυρη επευφημούσε κι η Δημητρούλα να άνοιγε η γη να την καταπιεί… Μα τώρα η ομήγυρη επευφημούσε για της Δημητρούλας τα πολλά τα «μήλα» και την έλκυε πολύ η προοπτική να πάει από Δευτέρα στο κάτω της σχολειό.
Στο σπίτι της στα Αρφαρά οι μεγάλοι προετοιμάζονταν για την ετήσια χειμερινή μετακόμιση. Πέρα αργά την άνοιξη θα ξανάρχονταν πάλι. Ο παππούς είχε ήδη κατεβάσει το πρώτο φορτίο στα Μάρμαρα. Καβάλα στον Ψαρή αυτός, φορτωμένη η Κανέλλα από πίσω, το πρώτο δρομολόγιο είχε γίνει από μέρες. Το βουτσί με το κρασί, το βαρελάκι με το ξύδι, ο ντενεκές με το τυρί, το κιούπι με τις μελιτζάνες και τις πιπεριές τουρσί, τα βάζα με την πάστα, οι μυζήθρες, το σακί με το στάρι για το μύλο, οι σακουλοπάνες με τα τουτουμάκια και τον τραχανά, το σκαφίδι για το ζύμωμα, η πινακωτή και το φτυάρι, η τσίγκινη λεκάνη για τα ρούχα, το τσουβάλι με το σαπούνι είχαν ήδη μεταφερθεί. Τώρα οι γυναίκες έφτιαχναν τα τέντζια. Στο δάπεδο της αυλής έστρωσαν ανοιχτά τα δυο μεγάλα υφαντά μάλλινα σεντόνια της πεθεράς της γιαγιάς –μόνο για τα τέντζια τα χρησιμοποιούσανε πια- και έριχναν μέσα ό,τι μπορούσε να δεθεί σε μπόγο, όπως κουρελούδες, υφαντά για το πάτωμα, κουβέρτες, το πάπλωμα, τα σεντόνια, πετσέτες, όλο το ρουχισμό που προοριζόταν για ένδυση, παπούτσια, ή πράγματα της οικοσκευής που ήταν μικρά σχετικώς: μαχαιροπίρουνα, βιβλία και τετράδια, το ματσάκι με το τσάι και το άλλο με τη ρίγανη, το σουρωτήρι, την κρησάρα κι ό,τι άλλο χρειαζούμενο έπρεπε να μεταφερθεί. Οι άντρες συγυρίζανε τις κότες. Τις γίδες, την προβατίνα και τα κουνέλια τα είχαν ήδη μετακινήσει σε προηγούμενο δρομολόγιο. Ο πατέρας έπιανε τις κότες, που φτεροκοπούσαν κακαρίζοντας τρομαγμένες. Ο παππούς τούς έδενε τα πόδια και τις κρέμαγε μία μία ανάποδα από τις δυο ανεμόσκαλες που είχε στερεώσει δεξιά και αριστερά στο σαμάρι του αλόγου. Οι κότες τινάζονταν μια δυο φορές κρεμασμένες όπως ήταν με το κεφάλι κάτω και ησύχαζαν μετά. Τα τέντζια είχαν ολοκληρωθεί, οι άκρες του σεντονιού σφιχτοδεμένες είχαν ασφαλιστεί επιπλέον και με σκοινί, τα τέντζια φορτώθηκαν και δέθηκαν επάνω στο σαμάρι, οι άντρες ξεκίνησαν πεζή για το νέο δρομολόγιο, εννιά χιλιόμετρα, μα ευτυχώς, κατήφορος.
Την Κυριακή το μεσημέρι κατέβηκαν και τα γυναικόπαιδα. Με αμάξι αυτή τη φορά, εύκολα πράγματα. Και η ζωή πήρε τη χειμερινή της ροή. Οι μεγάλοι καθημερινά για τις ελιές στα Παλιοκάτωνα, τα παιδιά στο σχολείο, το Σαββατόβραδο λούσιμο, την Κυριακή σχόλη, μοσχοβολιστό κοκκινιστό και «μήλα» άφθονα για τη Δημητρούλα.
Θα είχαν περάσει και δύο μήνες, που μια μέρα στο μάθημα της Φυσικής Ιστορίας ο δάσκαλος παράδωσε για το πεύκο. Μίλησε για τα κωνοφόρα και τα είδη τους, για τη μορφή του πεύκου, για τα «φύεται και ευδοκιμεί», για το ρετσίνι, για τις κουκουνάρες… ήρθε η ώρα να μιλήσει και για τον καρπό του πεύκου. Ο δάσκαλος ήταν μερακλής, του άρεσαν οι ερωτήσεις και το μάθημα το συμμετοχικό. « Και μήπως ξέρει κανένας από εσάς πως λέγονται οι καρποί του πεύκου;» ρώτησε όλο ενδιαφέρον. Που να το ξέρουν αυτό τα παιδιά που πήγαιναν μόνο στα Μάρμαρα σχολείο! Μα τα παιδιά των Αρφαρών –και ήταν οκτώ- όλα το ήξεραν. Τα χέρια σηκώθηκαν με αδημονία.
« Κύριε, κυρ, κύριε κυρ».
Ο δάσκαλος αργούσε να πει. Είχε εκπλαγεί από το Γιάννη τον Κούμαρη. Ο Γιάννης, που είχε κι αυτός κατέβει από τα Αρφαρά, ήτανε ένα ιδιαιτέρως μαζεμένο παιδί. Λοβό, καχεχτικό. Και τραυλό. Με ξυρισμένο γουλί το κεφάλι γιατί πρόσφατα είχε ψείρες. Αδύναμο παιδί. Πέμπτη τάξη και ακόμα συλλάβιζε δεινά. Φτωχή οικογένεια, αγράμματη, ποιος ασχολιότανε με το συλλαβισμό! Η γηπεδιαία ιαχή «Κύριε κυρ, κύριε κυρ» συνεχιζόταν αδιάλειπτη. Τα σηκωμένα χέρια πετάγονταν ψηλά και μπροστά, θαρρείς να μπουν στο μάτι του δασκάλου. Ο Γιάννης ασυγκράτητος χειρονομούσε ακόμα πιο δυνατά. Ανασήκωσε όλο του το σώμα μάλιστα, πατώντας στο υποπόδιο του ξύλινου θρανίου για να είναι πιο ψηλός από τους άλλους. Τα μάτια του είχαν τη φωτιά της ικεσίας « Κυρ κυρ κυρ κυρ κυρ» Από το στόμα του πετιόντουσαν σάλια.
Πες μας Γιάννη, αποφασίζει κεραυνοβολημένος ο δάσκαλος με βλέμμα διάπυρο από την προσμονή.
ΦΟΥΝΤΟΥΟΥΟΥΚΙΑ κύριε! βροντοφωνάζει ολοπερήφανος ο Γιάννης!
Στην αίθουσα πλήρης ακινησία, ανάσα κομμένη κεραυνόπληκτου περιηγητή.
Να ήταν η έκφραση του δασκάλου –κιχ δεν έβγαλε ο καψερός-, να ‘ταν τα αόρατα κύματα αμηχανίας, συντριβής θαρρείς, που διαχύθηκαν στο δωμάτιο από το σώμα του; ό,τι και να ΄ταν, ο Γιάννης κάθισε στο θρανίο του αργά-αργά, ξεφουσκωτά-ξεφουσκωτά, σαν σε πλάνο από ταινία σινεμά που δείχνει τη σκηνή αμέσως μετά την έκρηξη. Ο τοίχος δεν ανάσαινε, ο δάσκαλος δεν ανάσαινε, οι μαθητές δεν ανάσαιναν. Ο Σιχαμένος δεν ανάσανε καν… Ούτε τότε ούτε μετά!
Η Δημητρούλα ζάρωσε ζεματισμένη στο κάθισμα. Τα μάγουλά της κατακοκκίνισαν. Είχε υποψιαστεί. Ο κόμπος κατέβηκε από το λαρύγγι στο στομάχι. Ευτυχώς που δεν έβαλε ο «κύριος» αυτήν να απαντήσει. Στο διάλειμμα, όταν τα παιδιά σπρώχνονταν να βγουν στο προαύλιο, έμεινε σκόπιμα λίγο πίσω, να εξασφαλίσει απόσταση από το Γιάννη που προπορευόταν. Άρχισε να τον αποφεύγει συστηματικά. Τι δουλειά είχε αυτή με τα παιδιά των Αρφαρών που νόμιζαν ότι το πεύκο κάνει φουντούκια;
Τη μέρα εκείνη η Δημητρούλα τα απογείωσε τα «μήλα»! Έπαιξε σύψυχη με τον υφέρποντα πανικό του πολιορκημένου. Με αυταπάρνηση. Με φανατισμό. Όλα για όλα για τη νίκη! Τα «μήλα» έπαψαν να είναι ένα αθώο παιδικό παιχνίδι με τη μπάλα. Έγιναν ο διαρκής αγώνας του πολίτη για την εξασφάλιση μιας αποδεκτής κοινωνικής ταυτότητας…
Ο Αύγουστος ήταν ο μήνας του τρύγου της σταφίδας. Πρώτα-πρώτα ετοίμαζαν τ’ αλώνια. Έκοβαν τα χορτάρια και στη συνέχεια έχριζαν το έδαφος με ένα μίγμα αγελαδινής κοπριάς και ασπροχώματος. Όταν ξεραινόταν αυτό το επίχρισμα, τα αλώνια ήταν έτοιμα για χρήση. Επίσης ετοίμαζαν τα γαλίκια. Τα γαλίκια ήταν μεγάλα καλαμένια καλάθια με δυο χερούλια. Συνήθως τα έπλεκαν οι γύφτοι. Τα έντυναν εσωτερικά με λινάτσα, για να μην αγγίζει κατά τη συγκομιδή η σταφίδα στα καλαμένια τοιχώματα και πληγώνεται. Οι τρυγητές έκοβαν προσεχτικά με ψαλίδα τον καρπό από το κοτσάνι και τον τοποθετούσαν μέσα στα γαλίκια με το κοτσάνι προς τα επάνω. Κάποτε έβαζαν και εργάτες, κυρίως όμως έκαναν δανεικά. Όταν γέμιζαν τα γαλίκια, τα φορτώνονταν στον ώμο και τα κουβαλούσαν ή στα αλώνια ή στους ήσκιους (λιάστρες ). Οι τελευταίοι αποτελούσαν συνήθως μόνιμες, στεγασμένες, συχνά με τσίγκο, κατασκευές επάλληλων σειρών από στύλους-παλούκια, στους οποίους είχαν στερεώσει σύρμα, όπως στη απλώστρα ρούχων. Από δω και πέρα αναλάμβανε ο απλωτής να κρεμάσει, να απλώσει ένα- ένα τα τσαμπιά στα σύρματα του ήσκιου. Κατά το άπλωμα ξεχώριζε τα τσαμπιά που δεν είχαν καλά ωριμάσει και τα άπλωνε ξεχωριστά στ’ αλώνια. Αυτά έδιναν κατώτερη ποιότητα σταφίδας και φυσικά η τιμή της ήταν χαμηλότερη.
Συχνά οι ήσκιοι- λιάστρες δεν ήταν κοντά και δε γινόταν τα γεμάτα γαλίκια να μεταφερθούν στον ώμο. Τότε έμπαινε στον αγώνα ο κυρ Μέντιος, ο γάιδαρος. Προσάρμοζαν εκατέρωθεν του σαμαριού από μία σανίδα, ανέβαζαν εκεί τα γαλίκια, ένα σε κάθε σανίδα, τα έδεναν με σκοινί στο σαμάρι και μετέφεραν τη σταφίδα για άπλωμα. Τώρα αναλάμβανε ο αυγουστιάτικος ήλιος να ψήσει τους καρπούς. Χρειάζονταν αρκετές μέρες να γίνει αυτό. Καλό, πάντως, ήταν να έχει ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία το αργότερο μέχρι τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη. Ως τότε η μέρα είχε μικρύνει αρκετά, ο ήλιος είχε χάσει τη λάβρα του, τα πρωτοβρόχια απειλούσαν και η σταφίδα δεν έπρεπε να βραχεί. Φυσικά δεν έλειπαν οι αυγουστιάτικες μπόρες. Οι νοικοκυραίοι έτρεχαν να σκεπάσουν τους ήσκιους και τ’ αλώνια με τα σταφιδόπανα. Τα σταφιδόπανα ήταν ειδικά πανιά από χοντρό υπόλευκο ύφασμα. Τα πανιά αυτά έφεραν στις δύο μεγάλες πλευρές, κατά διαστήματα, κρίκους με σκοινί, το οποίο έδεναν σε πασαλάκια, που είχαν μπήξει κατά μήκος του ήσκιου- λιάστρας, καθώς και των αλωνιών. Ο λόγος προφανής, για να μη βουλιάξει το πανί κι αγγίξει πάνω στη σταφίδα και για να μην το πάρει ο αέρας.
Όταν ολοκληρωνόταν το ψήσιμο, τη μάζευαν σε σωρούς με ειδικές πιρούνες κατά τρόπο ώστε τα τσάμπουρα να βρεθούν στην επιφάνεια και να τα απομακρύνουν. Όσες ρώγες ήταν ακόμα κολλημένες στο τσαμπί και χρειάζονταν λίγο λιάσιμο ακόμα, τις έβαζαν στην πινακωτή, ένα ξύλινο τεράστιο τετράγωνο ταψί, και τις εξέθεταν στον ήλιο για λίγες μέρες. Η εργασία του καθαρίσματος και μαζέματος γινόταν πολύ πρωί, ή αρκετά μετά τη δύση του ήλιου, για να έχει κρυώσει η σταφίδα. Ύστερα, ξερή πλέον σε σακιά φορτωμένα σε ζώα, την κουβαλούσαν στην Αιγείρα στις αποθήκες, απ’ όπου την παραλάμβανε ο ΑΣΟ (Ανώνυμος Σταφιδικός Οργανισμός), που είχε ιδρυθεί το 1925, και την προωθούσε προς εξαγωγή. Ήταν η περίφημη “κορινθιακή σταφίδα”, η μαύρη. Οι καλύτερες σταφίδες ήταν στα Παλιοκάτονα και κυρίως στη Βρομόβρυση. Για πολλές δεκαετίες η “κορινθιακή σταφίδα” αποτελούσε εξαιρετικά προσοδοφόρο προϊόν.
Ο τρύγος των αμπελιών
Μπαίνω μες στ’ αμπέλι μπαίνω σα νοικοκυρά.
Να κι ο νοικύρης που ‘ρχεται κοντά.
-Ελα, νοικοκύρη, να τρυγήσουμε,
κόκκινα σταφύλια να πατήσουμε,
πεντ’ έξι βαρελάκια να γεμίσουμε.
(τοπική παραλλαγή)
Αμπελόκηποι: Τι άλλο από αμπέλια- αμπελώνες-σταφύλια, κυρίως κρασοστάφυλα, παραχωρήτη, ροδίτη, φιλέρι, κοκκινοφίλερο, μαυρούδι και άλλες ποικιλίες, χαρακτηρίζει την παραγωγή αυτού του χωριού; Κι ενώ Τρυγητής είναι ο Αύγουστος, για τ’ Αρφαρά, που είναι ορεινή περιοχή, Τρυγητής είναι ο Σεπτέμβρης, ακόμη κι ο Οκτώβρης.
“Θέρος, τρύγος, πόλεμος”, λέει η παροιμία. Λένε μερικοί πως καθεμιά από αυτές τις γεωργικές εργασίες χρειάζεται τη συμμετοχή πολλών, για να οδηγήσουν σε θετικά και γρήγορα αποτελέσματα. Άλλοι την ερμηνεύουν διαφορετικά, δηλαδή το θέρος (θερισμός) και ο τρύγος είναι σαν τον πόλεμο: Aπαιτούν πολλά χέρια, γρηγοράδα και στρατηγική, γιατί σπουδαίο ρόλο παίζουν και οι καιρικές συνθήκες. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται πως από την αρχή του θερισμού μέχρι το τέλος του τρύγου οι γεωργικές εργασίες δεν σταματούν και δεν αφήνουν περιθώρια για χάσιμο χρόνου. Πραγματικός πόλεμος.
Έπρεπε να ωριμάσουν καλά τα σταφύλια, για να έχει “γράδο” ο μούστος και να γίνει καλό κρασί. Με τον όρο “γράδο” εννοούσαν την περιεκτικότητα σε σάκχαρα που υπήρχαν στο μούστο. Για να το διαπιστώσουν αυτό, χρησιμοποιούσαν ειδικό όργανο. Το ”γράδο” ήταν καλό να κυμαίνεται μεταξύ 11 και 11.5 βαθμών. Όταν το “γράδο” ήταν λιγότερο από το κανονικό, έριχναν στο μούστο, όταν τον έβαζαν στα βαρέλια, ξερή, μαύρη (κορινθιακή ) σταφίδα. Θυμάμαι, μια χρονιά έβαλαν και ζάχαρη κανονική. Όμως το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο. Αν τύχαινε να πιάσουν νωρίς τα πρωτοβρόχια, είχαν αρνητικές επιπτώσεις στα σάκχαρα και συχνά τα σταφύλια σάπιζαν. Και τότε αλίμονο…
Ετοιμασίες, λοιπόν, για τα “τρυγάμπελα”: Πρώτα- πρώτα έπρεπε να καθαριστεί ο ληνός. Ο ληνός ήταν μια μικρή τσιμεντένια δεξαμενή, χτισμένη σε μια άκρη της αυλής του σπιτιού. Στο κάτω μέρος της μιας πλευράς είχε ενσωματωμένη μεταλλική κάννουλα. Η κάνουλα έτρεχε μέσα στο λιμπί, μια αρκετά μεγάλης χωρητικότητας γούβα στη βάση του ληνού, που ήταν στεγανοποιημένη με τσιμέντο. Επάνω στο ληνό στερέωναν το πατητήρι. Το πατητήρι ήταν σανιδένιος κάδος, που μεταξύ των σανίδων υπήρχε κενό.
Ο τρύγος άρχιζε. Όλοι βοηθούσαν, ακόμη και οι μικροί, γιατί ο τρύγος των αμπελιών δεν απαιτούσε την προσοχή και τη σχολαστικότητα του τρύγου της σταφίδας. Έκοβαν με την ψαλίδα τα κοτσάνια των σταφυλιών από τα κλίματα και έβαζαν τα σταφύλια σε μεγάλα καλάθια, τα φόρτωναν στα ζώα και κατευθείαν στο πατητήρι του ληνού κι ακολουθούσε το πάτημα. Πολλοί μετέφεραν στ’ αμπέλια μεγάλους ξύλινους κάδους ή σκάφες, στερέωναν επάνω το πατητήρι, άδειαζαν εκεί τα σταφύλια και τα πατούσαν. Κατόπιν με ασκιά και με αδιάβροχα σακιά τα φόρτωναν στα ζώα, τα έφερναν και τα άδειαζαν στο ληνό. Το πάτημα των σταφυλιών γινόταν κυρίως από άνδρες. Συχνά κάποια μικρά σταφυλάκια, κρυμμένα μέσα στ’ αμπελόφυλλα, γλύτωναν από την ψαλίδα. Ήταν τα καμπανάρια- τροφή για τα πουλιά και τις αλεπούδες. Ακόμη αποτελούσαν ευχάριστη έκπληξη για τον αγροφύλακα, που γύριζε όλο το χρόνο στις εξοχές.
Όταν τελείωνε ο τρύγος αλλά και ενδιάμεσα, γινόταν το “άρμεγμα”. Από την κάνουλα δηλαδή του ληνού έβγαζαν ένα μέρος του μούστου και το έριχναν στα πλυμένα κρασοβάρελα. Τα κρασοβάρελα ήταν ξύλινα, εννοείται ότι τα τοποθετούσαν οριζόντια. Στη μέση του επάνω μέρους υπήρχε ένα κενό, μια οπή. Από εκεί έριχναν το μούστο. Όταν τελικά έβγαινε όλος ο μούστος, έμεναν μέσα στο ληνό τα στέμφυλα (τσίπουρα ). Από δω και πέρα ακολουθούσε το στρίφλιασμα, το στύψιμο δηλαδή, γιατί τα στέμφυλα συγκρατούσαν αρκετή ποσότητα μούστου. Τα τοποθετούσαν, λοιπόν, στη στρίφλα (πιεστήριο) και με την πίεση έβγαζαν όλο το μούστο, ο οποίος ήταν κατώτερης ποιότητας. Στη συνέχεια τον έβαζαν στα βαρέλια.
Φυσικά πριν βάλουν το μούστο στα βαρέλια, τον περνούσαν από κόσκινο – σουρωτήρι, για να συγκρατήσει ό,τι ήταν περιττό. Στο εσωτερικό του ληνού, στο μέρος που ήταν η κάννουλα, είχαν ήδη τοποθετήσει και στερεώσει φίλτρο, για να συγκρατεί ό,τι μπορούσε να εμποδίσει τη ροή του μούστου. Το φίλτρο ήταν ένα μεγάλο μάτσο από σκυλαφάνες (αγκαθωτός θάμνος ). Στ’ Αρφαρά υπήρχαν άφθονες στις εξοχές. Κι ήταν ένα καταπληκτικό …σουρωτήρι. Όταν ο μούστος βρισκόταν στα βαρέλια, έκλειναν χαλαρά την οπή στο επάνω μέρος του βαρελιού. Η ζύμωση άρχιζε…
Από εδώ και πέρα, μέχρι να γίνει ο μούστος κρασί, “ έχει δουλειά πολλή”. Καλά κρασιά!
Σταφύλια για το χειμώνα
Κατά τον τρύγο ξεχώριζαν τους πιο ώριμους και γερούς ροδίτες, πρόσεχαν να μην σπάσουν οι ρόγες και τους έφερναν στο σπίτι. Τους έδεναν δυο -δυο με σπάρτο ή με σκοινάκι από το κοτσάνι και τους κρεμούσαν στην οροφή ενός δωματίου από μικρά καρφάκια, τα οποία είχαν καρφώσει γι’ αυτό το σκοπό στα πάτερα του ταβανιού. Μπορούσαν να διατηρηθούν μέχρι το Μάρτη και περισσότερο ακόμα. Έτσι η οικογένεια είχε σταφύλια όλο το χειμώνα τότε.
Το πετιμέζι
Για το πετιμέζι χρησιμοποιούσαν τον καλύτερο μούστο από τα πιο γλυκά σταφύλια. Προτιμούσαν τους ροδίτες. Τον έπιαναν τη στιγμή που έβγαινε από το πατητήρι. Ύστερα τον περνούσαν από σουρωτήρι και χωρίς καθυστέρηση, πριν αρχίσει η ζύμωση, άρχιζε η διαδικασία παρασκευής του πετιμεζιού. Άδειαζαν το μούστο σε κασσιτερωμένο καζάνι, άναβαν φωτιά στην αυλή, τοποθετούσαν την πυροστιά κι ανέβαζαν επάνω το καζάνι. Κοσκίνιζαν καλή στάχτη από γερά ξύλα, απόφευγαν τη στάχτη από πευκόξυλα, καρυδόξυλα κι από φρύγανα. Άδειαζαν δυο γεμάτα ποτήρια σε τουλπάνι, το έβαζαν στο καζάνι με το μούστο και μόλις το υγρό ζεσταινόταν καλά, απομάκρυναν τα ξύλα κάτω από το καζάνι και άφηναν το μούστο να κατακαθίσει η ψίχα των σταφυλιών όλη νύχτα. Την άλλα μέρα μετάγγιζαν το μούστο σε καθαρό σκεύος προσέχοντας να μη ρίξουν και τα κατακάθια, τον έβραζαν και αφαιρούσαν και τον αφρό που σχηματιζόταν στην επιφάνεια. Εννοείται πως η φωτιά έκαιγε ασταμάτητα και σιγά-σιγά ο μούστος λιγόστευε και γινόταν πηχτός σα σιρόπι. Το σιρόπι αυτό φυλαγόταν όλο το χρόνο σε γυάλινες μεγάλες μπουκάλες και το χρησιμοποιούσαν ως γλυκαντικό. Άλλοτε το άπλωναν πάνω στις φέτες ψωμιού που τις έτρωγαν τα παιδιά, άλλοτε το έφτιαχναν μουσταλευριά. Μερικές φορές το έριχναν στην κολοκυθόπιτα, αν αυτή ήταν φτιαγμένη χωρίς τυρί αλλά με σταφίδες. Γινόταν η λεγόμενη γλυκιά κολοκυθόπιτα. Κάποιες φορές έφτιαχναν με τη μουσταλευριά τα σουτζούκια, δηλαδή αρμαθιές με καρύδια περασμένα σε σπάγκο, που τις βουτούσαν πολλές φορές μέσα στη χοχλαστή ακόμα μουσταλευριά και τις κρέμαγαν να στεγνώσουν και να στερεοποιηθεί η μουσταλευριά των επιστρώσεων. Μερικές φορές μέσα στο πετιμέζι έβραζαν φρούτα, αχλάδια, μήλα, ώστε να κάνουν γλυκό κουταλιού χωρίς να ρίξουν ζάχαρη. Με την ευρηματικότητα των νοικοκυρών τα σπίτια στους καλούς καιρούς δε στερούνταν λιχουδιές και γαστρονομικές απολαύσεις, παρά τη χαμηλότατη αγοραστική δυνατότητα των χωριανών.
Εκείνος ο Νοέμβριος του ’58 κύλαγε βροχερός στην περιοχή των Αρφαρών, φούσκωσε καλά ο τόπος, το ποτισμένο χώμα των σιταροχώραφων παραδόθηκε μαλακωμένο στη σπορά και στο όργωμα. Ο Παναγιώτης, το ψιλόλιγνο δεκαοκτάχρονο παλικαράκι του συγχωρεμένου του Αλέξη Γιαννόπουλου, έφθασε με το ξημέρωμα στην « Ασπρηχώρα ». Το όργωμα σήμερα προβλεπόταν ιδιαίτερα δύσκολο. Πολύ κατωφερές το χωράφι, μεγάλη η κλίση του, να «σου λιανίζονται τα κόκκαλα » και στη σπορά και στο θέρο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κατέληγε και σε γκρεμό. Γκρεμό βραχώδη, απότομο και φοβιστικό. Έτσι, για να σου υπενθυμίζει συνέχεια ότι ένα γλίστρημα, ένα αχάμνυμα του λογισμού και «πας καλιά σου», χάθηκες! Μα ούτε λόγος να μείνει χέρσο το χωράφι, η προοπτική του γεμάτου με σιτάρι κασονιού στο κατώι ήταν απαραίτητη εγγύηση ασφάλειας και αδιαμφισβήτητη μονάδα μέτρησης του εκτοπίσματος του νοικοκυριού, όχι μόνο για τη δική του οικογένεια, αλλά για όλες τις οικογένειες του χωριού.
Ξεκαβαλίκεψε με ένα σάλτο στη βραγιά ο Παναγιώτης και έζεψε σβέλτα τα μουλάρια του. Μαθημένα από χρόνια αυτά, συνεργάζονταν υπομονετικά, κουνώντας αργόσυρτα τις ουρές τους και φρουμάζοντας μαλακά. Στερέωσε γερά στην αλετροπόδα το σταβάρι ρυθμίζοντας τη γωνία και το ύψος από τη σπάθη, στερέωσε το υνί, σύνδεσε το αλέτρι με το ζυγό, έσιαξε τα λουριά και τις ζέβλες, τις στερέωσε στο λαιμό των ζώων πιάνοντάς τις από τις λαιμαριές, έλεγξε τις αλυσίδες, έσκυψε στην άκρη που είχε ακουμπήσει τα σαμάρια και τα υπόλοιπα χρειαζούμενα, ήπιε μια δυο γουλιές νερό από το φλασκί, έτσι για την ιεροτελεστία, ζαλώθηκε τον τορβά με τον καρπό, τον έριξε σπαρτά σε μια σποριά τόπο, έπιασε τέλος από κάτω το καμουτσίκι, έριξε μια πανοραμική ματιά στον τόπο γύρω και « εεεε έεεπ! » έδωσε στα ζώα το σύνθημα εκκίνησης.
Πολύ του άρεσε του Παναγιώτη η ώρα εκείνη, τον εύφραινε βαθιά το μαλακά διαχεόμενο φως στον ορίζοντα πίσω από τον ορεινό όγκο της Ευρωστίνης, η απρόσκοπτη θέα των χωραφιών από την πλαγιά, η δροσερή υφή του παλλόμενου αέρα στο μέτωπο και η μυρωδιά πάνω από όλα, άρωμα βαθύ φρεσκοσκαμμένου νωπού χώματος, καθησυχαστική ευωδιά κόρφου μητρικού: «Μη σε νοιάζει» ψιθύριζε στο ζευγολάτη η γη, «εγώ είμαι εδώ, δε σε αφήνω να πεινάσεις…»! Κι αποξεχάστηκε ο νεαρός να ακολουθεί πίσω από τα ζώα το αλέτρι, κρατώντας γερά με το ένα του χέρι τη χειρολαβή, ώστε να μένει το αλέτρι στη θέση του και με το άλλο τα χαλινάρια, ώστε να κατευθύνονται τα δυο καματερά. Πότε πότε κουνούσε στον αέρα το καμτσίκι, συχνά πυκνά τραβούσε το υνί να το ξεκολλήσει από το χώμα- το χώμα ήταν βαρύ από την πρόσφατη βροχή και σβόλιαζε. Θα έπρεπε να ήταν καλύτερα στραγγισμένο, μα δεν υπήρχε χρόνος για άργητα, με τις πολλές βροχές είχε μείνει πίσω η σπορά. Άλλοτε πάλι έσκυβε να ξύσει τα χώματα από το υνί, ή να πετάξει καμιά μεγάλη πέτρα στην άκρη κι οπωσδήποτε να καθαρίσει τις αρβύλες του από τη λάσπη –όταν κολλούσε πολλή, το περπάτημα βάραινε επώδυνα και το αριστερό του ισχίο δεν ήταν για μεγάλη ταλαιπωρία. Δυο χρόνια πριν οικονόμησε μια βαριά ισχιαλγία, από το όργωμα πάλι. Έφτανε ο ζευγολάτης με το ζευγάρι έως την άκρη του χωραφιού δημιουργώντας μια βαθιά αυλακιά καρπερού ασπροχώματος, ξαναγύριζε προς τα πίσω, ο σπόρος σκεπαζόταν με το χωμάτινο πάπλωμα, πετούσαν τρομαγμένα τα σπουργίτια που ακολουθούσαν με επιμονή πεινασμένου, αβγάτιζαν τα αυλάκια, ίδρωναν και ξεΐδρωναν τα ζώα, ο ήλιος είχε πλέον σηκωθεί, ίδρωνε κι ο Παναγιώτης, έσιαζε το σκουφί του πιο καλά στο κεφάλι και συνέχιζε μηχανικά τη σπορά απορροφημένος στις σκέψεις του.
Εδώ και πέντε μήνες που τέλειωσε το σχολειό, αναπαμό το μυαλό του δεν έβρισκε. Αποβραδίς αποκοιμιόταν ησυχασμένος. « Το αποφάσισα, θα δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο! Δεν είναι ο κάματος του αγρότη η αγάπη μου, τα γράμματα αγάπησα, καρδιά δε μου κάνει να τα εγκαταλείψω» Και μεταξύ ύπνου και ξύπνου άγγιζε ανιχνευτικά το εσωτερικό της παλάμης τού ενός χεριού με τα ακροδάχτυλα του άλλου. Όλο ρόζοι και φουσκάλες. Το δέρμα σκληρό, τσαρούχι. Και ήταν μόλις δεκαοκτώ. « Το πρωί θα κάμω την κουβέντα στη μητέρα. Θα της κακοφανεί στην αρχή, μα με τον καιρό…» Και τον έπαιρνε γλυκά ο ύπνος με ένα ανακουφισμένο μειδίαμα στο πρόσωπο και τη φαντασίωση περιποιημένων μαλακών χεριών που γυρνούν προσεκτικά τις σελίδες βιβλίων.
Φωτογραφία;Βασιλική Γιαννοπούλου
Το πρωί το μυαλό του γύρναγε. Η μάνα, σηκωμένη αχάραγα είχε ήδη αναπιάσει το ψωμί, είχε παχνίσει τα ζωντανά, του έβαζε στο τραπέζι μπροστά του τον καφέ και μια γερή φέτα αλειμμένη με πετιμέζι κι ετοίμαζε το ταγάρι με τα χρειώδη για κοντά. Ο Παναγιώτης παρατηρούσε τη γερασμένη μαυροντυμένη της φιγούρα, το άχαρο μακρύ κουμπωμένο σφιχτά στη λαιμόκοψη και στους καρπούς φουστάνι, τις μαύρες αδιαφανείς ως επάνω κάλτσες που έβαζε χειμώνα-καλοκαίρι, τη ρεμμένη μουντή πελερίνα στους ώμους (κάποτε, πριν βουτηχτεί στο λεβέτι με το καρυδόζουμο, είχε το γλυκό χρώμα ρωμαλέου ελιόφυλλου), έριχνε το βλέμμα του στη σφιχτοδεμένη γύρω από το κεφάλι θλιβερή μαντίλα -ενθύμια όλα απ’ τα αλισβερίσια του συζύγου και τριών από τα επτά παιδιά της με το θάνατο- και την ώρα εκείνη η βραδινή του απόφαση να της κουβεντιάσει για φευγιό αγκυλωνότανε κομπιαστικά στο λαιμό του.
Έστρεφε κατόπιν αθέλητα το βλέμμα στη μεγάλη καδραρισμένη φωτογραφία στον τοίχο απέναντι, του φαινόταν ότι έβλεπε ανεπαίσθητη θλίψη στου πατέρα το βλέμμα «Που πας;» σα να του ‘λεγε, «τι θα γένει το Γιαννοπουλαίικο το βιος; Δέκα χρόνια πάλευα στο σιδερόδρομο της Αμερικής για να το αβγατίσω, τι θα γένει το σπίτι μας το Γιαννοπουλαίικο; το ξέρεις, άλλος γιος δε μου μένει να διαφεντέψει τα κόπια μου και των προγόνων μου τα κόπια!»
Θα είχε οργώσει το μισό χωράφι, ο ήλιος είχε μεσουρανήσει σχεδόν, τα μπράτσα και τα πόδια του έτρεμαν από την κούραση, τα ζώα αγκομαχούσανε να βγάλουν τη ζυγιά. Στην άκρη του χωραφιού ήταν μια αγριαχλάδα, οδήγησε εκεί τα ζώα, τα ξέζεψε, έριξε στην πλάτη τους από ένα παλιό σάισμα, υφασμένο από γίδινη τρίχα, να μην κρυώσουν ιδρωμένα καθώς ήταν, τους έβαλε μπροστά τους λίγο καρπό, κριθάρι, για φιλοδώρημα. Κάθισε με τη σειρά του στην πέτρα κάτω από το δέντρο, έβγαλε να πιεί και να πάρει δυο χαψιές, ξεφύσηξε. Η ώρα πέρναγε, δεν τον απαγιάνταγε να χασομερήσει περισσότερο, άρχισε το όργωμα ξανά. Ο Γορίλας, το πιο μικρόσωμο κανελί μουλάρι, τσίνισε λίγο μα υποτάχτηκε στο ζυγό, καλόβολος πάντα του και συνεργάσιμος, πλην όμως αχαμνός κι αδύναμος, ο Μούργος είχε άλλη διάθεση, χλιμίντρισε δυο τρεις φορές εκνευρισμένος, ανασήκωνε το κεφάλι για να αποφύγει τη λαιμαριά, σηκώθηκε απειλητικός στα πισινά του πόδια. Συνηθισμένος να αντιμετωπίζει με υπομονή τη δυστροπία του, ο Παναγιώτης τον κατάφερε τελικά, το υνί μπήχτηκε στο χώμα, νέα αυλακιά ξεκίνησε, ο Παναγιώτης ακολουθούσε ενθαρρύνοντας κάθε τόσο τα ζωντανά του « Ντεεεεε Γορίλα, Ντέεειιι Μούργο».
Του άρεσε να ακολουθεί τα ζώα μηχανικά, εύρισκε την ευκαιρία να ονειροπολεί δίχως καμιά ενοχή, φαντάζονταν τάχα πως βρισκόταν στα έδρανα μιας κατάμεστης, ψηλοτάβανης, δροσερής αίθουσας, δίχως τον ήλιο να του τσουρουφλάει το σβέρκο, δίχως τη λάσπη να του κολλάει ασήκωτη στις αρβύλες. Ήταν καθισμένος τάχα σε ένα βολικό κάθισμα, η μέση τώρα δεν πονούσε, ο καθηγητής μπροστά στον πίνακα εξηγούσε με πάσα σοβαρότητα τη λειτουργία των οργάνων του σώματος, ο ίδιος κρατούσε αδιάκοπα σημειώσεις. Μετά, στην κάμαρή του, που διέθετε και λάμπα ηλεκτρισμού, έσκυβε με δέος στο χοντρό ιατρικό βιβλίο να διαβάσει. Και μάθαινε, μάθαινε… και κατανοούσε επιτέλους τα θαύματα της λειτουργίας του οργανισμού!
Η κουραστική ζυγιά έφτασε στο τέλος της, είχε λαχανιάσει, τα ζώα γόγγυζαν, έστριψε το αλέτρι να αντιστραφεί η φορά της άροσης, στη στροφή ο Μούργος τσίνησε, τίναξε ενοχλημένος το κεφάλι, ο Παναγιώτης του έριξε μια με το καμτσίκι στα καπούλια, νόμισε πως τον υπέταξε, άρχισε να οργώνει αντίστροφα, ο Μούργος άρχισε γρήγορο τροχασμό θυμωμένος, ο Γορίλας συμπαρασυρόταν, το υνί βουτούσε στον αέρα αντί στη γη, ο Παναγιώτης πάσχιζε να αποτρέψει την τρεχάλα, έμπηξε το υνί στη γη να σταματήσουν τα ζώα, οι φλέβες στα μπράτσα του φούσκωναν να σπάσουν. Οι φλέβες δεν έσπασαν, έσπασε η αριστερή αλυσίδα του ζυγού. Πήγε ασθμαίνοντας στη βραγιά, έφερε τα εργαλεία, έσκυψε να διορθώσει την αλυσίδα, από την κόχη της μύτης του ο ιδρώτας έσταζε στα χέρια, τη διόρθωσε, έδωσε εκ νέου πρόσταγμα εκκίνησης, το χάραγμα της αυλακιάς συνεχίστηκε, αυτός ακολουθούσε.
Του ήρθε στο νου μια σκηνή από την Κυριακάτικη Λειτουργία. Σαν απόλυσε η εκκλησιά και έφυγαν οι περισσότεροι, ξέμεινε πίσω η νύφη του Διονυσόπουλου με την πεθερά της και τα τέσσερα κοριτσάκια της. Πλησίασε η πεθερά τον παπά, του ψιθύρισε, ένευσε συγκαταβατικά ο παπάς, στάθηκαν οι γυναίκες μπροστά του,
Τα μουλάρια σέρνονταν, σήκωσε το καμτσίκι στα καπούλια τους…
τα κοριτσάκια, δύο, τριών, πέντε κι εξήμισυ χρονών κοίταζαν δειλά και περίεργα, έβαλε η νύφη στην κοιλιά το χέρι, διάβασε ο παπάς την ευχή, να γεννηθεί επιτέλους σερνικό στην οικογένεια! Να πάψει πια η κακοτυχιά, να βγει ο νέος Διονυσόπουλος! Ξενίστηκε ο Παναγιώτης.
Ένας χοντρός σβόλος χώμα τον πεδίκλωσε, έχασε προσωρινά την ισορροπία του, ο Μούργος κάρφωσε πεισματικά τα πόδια του στη γη, το αγόρι ισορρόπησε, τράβηξε δυνατά τα χαλινάρια…
Γνώριζε βέβαια την επιθυμία αρρενογονίας των οικογενειών. Γνώριζε και την ενοχοποίηση των γυναικών που γεννούσαν πολλά κορίτσια. Είχε προσέξει κάμποσες φορές ένα αίσθημα θριάμβου στην έκφραση νεαρών μητέρων που κράταγαν στην αγκαλιά το «σερνικό» και ένα αίσθημα ανησυχίας στις οικογένειες με τα πολλά κορίτσια!
Έσκυψε, έξυσε το υνί από τα χώματα, καθάρισε και τις αρβύλες του, που από τη λάσπη ζύγιζαν δυο οκάδες η μια…
«Λες να την τυράνναγε και τη μάνα του η εμμονή απόκτησης αρσενικού απογόνου; Αφότου έχασε τα δύο πρώτα της παιδιά που ήταν αγόρια, ακολούθησε η γέννηση τεσσάρων κοριτσιών κι ελπίδα για το γιο δεν υπήρχε, μια που είχε ξεπεράσει τα σαράντα πέντε. Λες, όταν – από θαύμα θαρρείς- τον γέννησε στα σαράντα επτά της, να εναπέθεσε στην παρουσία του -ως να επρόκειτο για καταθετικό λογαριασμό υπαρξιακής αυτοεπιβεβαίωσης- τα μοναδικά της συναισθήματα πληρότητας και ασφάλειας»;
Το υνί βρήκε σε πέτρα, τα μουλάρια τινάχτηκαν, το απότομο σφίξιμο του χαλινού έκανε να σκάσει η μεγάλη φουσκάλα στη βάση του παράμεσου, τον έτσουζε…
«Μπα, όχι! Δεν είχε φτώχεια στην ψυχή η μάνα του! Τις προάλλες, που παρατηρώντας τον περίσσιο κόπο που κατέβαλλε για τις κόρες της, μια περαστική συγχωριανή « Αει, μωρή καψο-Βασίλω» της έκανε «λες πως θα ματαλάβεις τις καλοσύνες που κάνεις στις τσούπες σου!»- «Άκου να σου ειπώ»! αντέτεινε η μάνα του « Δεν καρτερώ να ματαλάβω τις καλοσύνες, η αγάπη πάει τα μπρος, δεν τηράει πίσω η αγάπη»!»
Ο Γορίλας, ξεθεωμένος και αχαμνός δεν «τράβαγε», όλο ξέμενε, ο Μούργος έσερνε ξοπίσω του νευρικά και το αλέτρι και το άλλο ζωντανό, ο Παναγιώτης ίδρωνε να δώσει το ρυθμό…
«Κι αν έφευγε, τι θ’ απογίνονταν οι σταφίδες, τι οι ελιές, ποιος θα όργωνε, ποιος θα κλάδευε, ποιος θα ξελάκωνε, ποιος θα σκάλιζε, ποιος θα θέριζε, ποιος θα αλώνιζε;»
-Ντέιιιι Γορίλα! Ντέιιι Μούργο!
Ο Μούργος έξαφνα πήρε μισή στροφή και βάλθηκε να τρέχει δαιμονισμένος τον κατήφορο κατά το γκρεμό. Ο Παναγιώτης ακαριαία έμπηξε βαθιά στη γη το υνί να φρενάρει το επαναστατημένο ζωντανό, έσπασε η δεξιά αλυσίδα, στάση ξανά, επιδιόρθωση, ξεφύσημα, σκούπισμα του ιδρώτα από το κούτελο με την ανάστροφη του μανικιού.
-Ντέεεεεει, χώωωπ!
«Τάχατες οι εργάτες δε θα την γέλαγαν τη μητέρα του; Όσο και να είχαν την ανάγκη να τής δουλέψουν, όσο και να τους περιποιούνταν φιλεύοντάς τους κατσαρόλες γιαχνί μπακαλιάρο και νταμιτζάνες κρασί στο μεσημεριανό τους φαγητό…»
Η ανάσα του πιάστηκε, οι φλέβες εφούσκωσαν, θαρρείς να τιναχτεί λάβα το αίμα, τα μούσκουλά του τανήθηκαν στην προσπάθεια συγκράτησης του Μούργου που έτρεχε προς τον κατήφορο ξανά, οι αλυσίδες ξανάσπασαν.
-Ντιιιιιιιιιι. Ώωωπ! Ντιιιιιιιιι. Ώωωπ!
«Χήρα γυναίκα, απροστάτευτη, ευάλωτο μέλος της κοινωνίας, καραδοκούσαν σαν τα όρνια οι κάθε λογής πεινασμένοι…»
Τα μουλάρια έτρεχαν στον κατήφορο, ο γκρεμός πλησίαζε απειλητικός, ο Παναγιώτης άσθμαινε, η αλυσίδα ξανάσπασε.
«Κι αδερφή του η Φωτούλα, ανύπαντρη ακόμη κι όμορφη σα θαλερό λουλούδι της άνοιξης, τάχατες δε θα κινδύνευε από τον αντρικό καιροσκοπισμό;»
Ο Μούργος ξανακάρφωσε τα πόδια στη γη, άρπαξε πάλι μια γερή στα πισινά, τρεχάλα στον κατήφορο πάλι, ο Παναγιώτης παραπάτησε, ίσα που πρόλαβε να μπήξει το υνί στη γη προτού πέσει με τα μούτρα παραδίπλα, σηκώθηκε, δοκίμασε να ξεκουράσει για λίγο τα ζωντανά, έπεσε κι ο ίδιος ξεθεωμένος στον ίσκιο της αχλάδας.
Έτρεμε ολόκληρος, σωνόταν κι έσβηνε, έχυσε νερό στο μέτωπο, γύρισε τη μποτίλια και ήπιε άτσαλα, έκλεισε τα μάτια. Ήρθε μπροστά στα σκοτεινιασμένα του βλέφαρα η αδερφή του, η Αριστούλα, τον καιρό που έσβηνε στο ντιβάνι στην κάμαρη, ετών δεκαεπτά, κάτισχνη, ανήμπορη να σαλέψει, ανήμπορη να ανασάνει, ανήμπορη να ανοίξει τα μάτια ώστε να δει τον τρομερό πόνο της αγάπης στο βλέμμα του.
Σηκώθηκε, η μέρα σωνόταν, μια σποριά ακόμα και θα τέλειωνε. Ξανάζεψε τα ζωντανά, ο Μούργος χλιμίντρισε εχθρικά.
«Τάχα, άμα γινόταν γιατρός, η μάνα του δε θα ήταν περήφανη; Άμα κατάφερνε να γιάνει μερικές από τις Αριστούλες του ντουνιά, δε θα ήταν αυτό επαρκές αντιστάθμισμα των συνεπειών της απομάκρυνσής του;»
Ο Γορίλας τρικλοπόδισε, ο Μούργος αφήνιασε, ο βράχος πλησίασε χάσκοντας απειλητικός…
« Η αγάπη τηράει τα μπρος, Παναγιώτη! Σύρε από εδώ, παιδί μου, σύρε μήπως και ζήσεις ανθρωπινά, σύρε και πέτα τα μπρος το σπόρο της αγάπης που σου έδωσα»!
Συγγραφή διηγήματος: Σοφία Αποστολοπούλου
Σημείωση: Το διήγημα είναι βασισμένο στο αυτοβιογραφικό έργο «Απ’ το αλέτρι στο νυστέρι» του Αρφαραίου χειρουργού Παναγιώτη Γιαννόπουλου, που γεννήθηκε το 1940 και μεγάλωσε στους Αμπελοκήπους, έγινε χειρουργός με βασική ειδίκευση στις παθήσεις οισοφάγου και αναρριχήθηκε πολύ ψηλά στην κλίμακα της ιατρικής ιεραρχίας.
Χιλιόκομπα, χιλιόδεμα, χίλια θα πεις, να τα βρεις.
Τι είναι;
Είναι τα μιτάρια (εξάρτημα του αργαλειού).
Σε μια οικογένεια τα κορίτσια θεωρούνταν “γραμμάτια”, γιατί χρειαζόταν προίκα, για να παντρευτούν: χρήματα, διάφορα κτήματα, αμπέλια χωράφια, λιοστάσια και επιπλέον ρουχισμό, παπλώματα, κουβέρτες, κιλίμια και ψιλικά, σεντόνια, πετσέτες, εσώρουχα για τον εαυτό τους και για τον σύζυγο, ακόμη έπιπλα για το σπίτι, καναπέδες, καρέκλες, καθρέφτες και οπωσδήποτε μπαούλα και χαλκώματα. Από τη στιγμή σχεδόν που γεννιόταν ένα κορίτσι, κυρίως η μητέρα, αλλά και η γιαγιά άρχιζαν να μαζεύουν τα προικιά του. Οι κεντήστρες έκαναν χρυσές δουλειές. Όσο για τα χοντρόρουχα, τα ύφαιναν με νήματα στα σπίτια τους στον αργαλειό. Η ρόκα με το αδράχτι και το σφοντύλι αποτελούσε την αχώριστη συντροφιά της γιαγιάς. Τα νήματα τα έβαφαν με χρώματα που τα αγόραζαν από τα καταστήματα. Για να επιτύχουν ανοιχτές αποχρώσεις, χρησιμοποιούσαν, αντί για χρώματα, άχυρα ή κρεμμυδόφλουδες, τα οποία τα έβραζαν στα καζάνια και στο υγρό έβαφαν τα νήματα. Για να επιτύχουν ένα γλυκό κανελί χρώμα, χρησιμοποιούσαν καπνιά από το τζάκι. Ύφαιναν ακόμη και με βαμβακερά νήματα, που τα αγόραζαν έτοιμα για σεντόνια, ρόμπες, αντρικά πουκάμισα. Γι’ αυτό τα σπίτια ήταν μικρά εργαστήρια. Κι όλα αυτά από γυναικεία χέρια.
Έτσι οι γυναίκες με τα τόσα που είχαν να κάνουν δεν εύρισκαν ούτε στιγμή ν’ αφιερώσουν στον εαυτό τους. Πίστευαν πως αυτή ήταν η μοίρα τους. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν, δεν ήθελαν να διαμαρτυρηθούν, γιατί όλες σχεδόν ήταν αγράμματες. Συμμόρφωση, λοιπόν, και υποταγή στη θέληση του πατέρα, του αδελφού, του συζύγου ήταν ο δρόμος τους. Ήταν, βέβαια, η παράδοση γενιά τη γενιά. Ποιος θα μπορούσε να πάει κόντρα;
Απ’ όλες αυτές τις εργασίες η πιο δύσκολη ήταν ο αργαλειός. Γι’ αυτό έλεγαν: “Το κέντησμα είναι γλέντησμα, η ρόκα είναι σεργιάνι κι αυτός ο έρμος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη”. Κάπου- κάπου, για να σπάσει το μονότονο “ τάκου-τάκου” του αργαλειού, χυνόταν κανένα τραγουδάκι απαλό, σιγανό, νυφιάτικο πολλές φορές. “Η ωραία Αιγιώτισσα”, “Το καλαματιανό μαντίλι”, το “Σήμερα γάμος γίνεται…” ήταν στην πρώτη θέση.
Σχέδια, χρώματα, τέχνη δημιουργούσαν αληθινά καλλιτεχνήματα. Τα προστάτευαν από τις ορέξεις του σκόρου με ναφθαλίνη και με κλαδάκια δάφνης. Την Πρωτομαγιά τ’ άπλωναν στα μπαλκόνια και στα σκοινιά για τα πλυμένα ρούχα, για να αεριστούν και να τρομάξουν …τον σκόρο. Η προσμονή για ένα καλό γάμο για τις κόρες όλο και φούντωνε. Καλορίζικα!
Η γριά Δημητρώ, η Χρηστογιώργαινα, είχε παντρευτεί δύο φορές, στο χωριό της, τη Βαλιμή τη μια, με το Χρήστο του παπα-Φώτη, που τον χτύπησε η φυματίωση και την άφησε με ένα μωρό στην αγκαλιά και τη δεύτερη με το Γιώργη, στα Αρφαρά, που ευτύχησε να είναι μακρόβιος. Η γριά λοιπόν η Δημητρώ, δεν είχε στασιό τελευταία.
Εδώ και πέντε μήνες που έφθασε το γράμμα, ξανάνιωσε θαρρείς, ελάφρυνε κι από τα χρόνια της και από τους λογισμούς της. Τι ανέλπιστο μαντάτο ήταν αυτό! Η προσμονή ασυγκράτητη, φουσκωμένος χείμαρρος δυνατής νεροποντής, τη συνέπαιρνε και σύγκορμη και σύψυχη! Επιτέλους θα ερχόταν! Μετά από είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια. Κι όχι μόνη, οικογενειακώς. Θα την έβλεπε, θα την άγγιζε, θα ένιωθε τη θέρμη της, θα άκουγε πάλι τη φωνή της! Θα γίνονταν πρώτη φορά η γνωριμιά με το γαμπρό της, θα αγκάλιαζε τα εγγόνια της που δεν τα είχε ξαναδεί. Είκοσι τρία χρόνια. Τώρα η Κατίνα της θα ήταν σαράντα τεσσάρων. Μια ώριμη κυρία. Αληθινή κυρία, με χέρια απαλά και πεντακάθαρα -όχι σαν τα δικά της τα καταγεμάτα ρόζους και σκασίματα! Θα διατηρούνταν άραγε στην έκφρασή της, στο βλέμμα της, στο γέλιο της, στη χροιά της φωνή της, στη στάση του σώματος, στην κίνηση κάτι από το κορίτσι που ξεπροβόδισε για την Αυστραλία με πόνο καρδιάς το πενήντα;
Και στριφογυρνούσε με χαρούμενη έξαψη σε ένα δικό της χορό, εσωτερικό, προετοιμασιών και σχεδίων η Δημητρώ « Μωρέ, ευτυχώς που η προβατίνα μας έκανε τρία αρνιά φέτος, λες και το ήξερε!… Να μην ξεχάσω που θα περάσω από τις Σταλίστρες να κόψω δυο δεμάτια αφάνες, το σάρωμα του δρόμου έχει φαγωθεί …Α και να πω του Γιώργη να βάλει ένα μπάλωμα στην τσερέπα, έλιωσε από πάνω και θα πέσει στάχτη στο μαγέρεμα… Α και τα τουτουμάκια πρέπει να γένουνε νωρίς φέτος, να είναι λέφτερα τα κρεβάτια σαν έρθουν τόσοι νοματαίοι… Ας σκάψω βαθύτερα το περιβόλι, πιότερο να αφρατέψει το χώμα του, να προκόψουν τα λαχανικά… Α και να ζητήσω γάλα από τη Δήμαινα και από την Ουρανιά, να αβγατίσει το δικό μας, να πήξω περισσότερο τυρί φέτος… Μα σα να άκουσα τον καρεκλά στην πλατεία, ας του πάω τη χαλασμένη καρέκλα να της αλλάξει το ψαθί… Και να κάμω ένα πρόσφορο για την ανάπαψη του Χρήστου, σα μας βλέπει, χαρά θα ‘χει κι αυτός από κει πάνου… Και μην το λησμονήσω, σαν έρθει ο Σπύρος με το φορτηγό ταχιά τη Δευτέρα, κατεβαίνω στην Αιγείρα και αγοράζω καινούρια ρόμπα, όχι, μαύρη, θα τα αχαμνύνω τα πένθιμα, χαρά έχουμε, θα αγοράσω μια με μικρά μικρά λουλουδάκια. Σε σκούρο βέβαια, αλλά με λουλουδάκια. Να μη με βρει ασυγύριστη το παιδί μου!»
Στο ημίφως της κάμαρης- τη λάμπα δεν την είχε σβήσει ακόμα- το βλέμμα της πλανήθηκε ένα γύρω στα γνώριμα αντικείμενα. Ανάβλεψε στο μπρούτζινο σκαλιστό κεφαλάρι του κρεβατιού, στη ζωηρόχρωμη πάντα που στόλιζε τον τοίχο πλάι του -κορίτσι την είχε υφάνει στον αργαλειό στο πατρικό της, τότε που ακόμα τα όνειρα δεν απέλειπαν- στη σιφονιέρα τη γεμάτη με τα ασπρόρουχα, στο τραπεζάκι με τη ραπτομηχανή της στον τοίχο τον αντικρινό, ανάμεσα στα δύο παραθύρια, πολύτιμο απόκτημα κι αυτή, αγορασμένη με τα χρήματα που έστειλε το παιδάκι της από την ξενιτιά. Η Κατίνα της, του Χρήστου η μοναχοκόρη.
Κι έριξε το βλέμμα της στις φωτογραφίες, τις κρεμασμένες στα κάδρα τους σε ανόμοιες σειρές στον τοίχο, απέναντι από το κρεβάτι. Προσπέρασε τις άλλες βιαστικά, κάρφωσε το βλέμμα συλλογισμένο στην τέταρτη αριστερά. Η Κατίνα της την καλημέριζε από το κάδρο. Όμορφη, νέα και δροσερή. Με την καλοχτενισμένη μακριά της κοτσίδα πιασμένη στο πλάι και το όμορφο λουλουδάτο ως τη μέση της γάμπας φόρεμα, πτυχωμένο κι αέρινο γύρω από τα πόδια. Με την προσδοκία στο βλέμμα το νεανικό… Η όμορφη και καλή της Κατίνα… Τούτη η φωτογραφία ήταν η πρώτη που της έστειλε από την Αυστραλία. Το ’52. Δύο χρόνια αφότου είχε μισέψει. Προτού παντρευτεί. Και φαινόταν ευτυχισμένη η Κατίνα της. Και στη διπλανή, που τραβήχτηκε δέκα χρόνια μετά κι εκεί ευτυχισμένη φαινόταν. Οικογενειακή η φωτογραφία αυτή. Ο σύζυγος, ευθυτενής και καλοζωισμένος, τα δυο μικρά παιδιά της, καθαρά και φροντισμένα, η ίδια στο κέντρο, φωτεινή με το κομψό της ταγέρ. Και άσπρα γάντια στα χέρια! Με όμορφα τα μαλλιά, πιασμένα κότσο. Και σεμνό χαμόγελο. Και στο βάθος πίσω από τα πρόσωπα, το μακρύ αυτοκίνητο. Χαλάλι ίσως η ξεκοπή. Ίσως…
Αυτό την τυραννούσε. Που δεν ήταν σίγουρη. Έρχονταν γράμματα. Τα είχε κρατήσει όλα. Δεμένα σε ματσάκι με ένα σπάγκο, τα φύλαγε προσεκτικά στο ντουλάπι του τοίχου. Τα έβγαζε και τα άνοιγε ένα ένα, όταν η νοσταλγία και η έγνοια την έπνιγαν. Κι όταν δεν ήταν στην κάμαρη ο Γιώργης. Αυτή δεν ήξερε να διαβάζει, η Δημητρούλα η εγγόνα της όμως ήξερε. Η γριά Δημητρώ τα είχε πια αποστηθίσει. «Έμαθα, μητέρα, τη γλώσσα-μπορώ και συνεννοούμαι καλά… Αγοράσαμε σπίτι, είναι ευρύχωρο, έχει και κήπο… Η καινούρια μου δουλειά, στο κατάστημα ρούχων δεν είναι τόσο κουραστική όσο ήταν η δουλειά στο εστιατόριο… Η Μαιρούλα πέρασε πνευμονία αλλά πλέον είναι εντελώς κaλά… Ο Κρις τα παίρνει τα γράμματα, θέλει να σπουδάσει… Η Ντίνα του Σιμόπουλου θα έρθει το καλοκαίρι να σας δει. Θα σου στείλω χρήματα να αγοράσετε μια ραπτομηχανή…»
Κι όλα ωραία στα γράμματα. Και στις φωτογραφίες όλα ωραία. Μα είχε είκοσι τρία χρόνια να τη δει. Και να την ακούσει. Της συννυφάδας της τα παιδιά έρχονταν τακτικά, κάθε πέντε χρόνια. Η Αργυρώ της Βασίλως, που έφυγε κι ελόγου της το πενήντα, είχε έρθει ήδη τρεις φορές. Ο Πέτρος του Ακαπίστρωτου –τι παρανόμι κι αυτό- ερχόταν χρόνο παρά χρόνο. Αλλά ήταν στη Γερμανία αυτός. Η Αυστραλία λέγαν είναι πολύ μακριά. Έστω. Μα πάλι νέοι λογισμοί την ετριβέλιζαν. Πριν κάτι χρόνια, που είχε έρθει η Ρούλα του Κοντοθόδωρου και πήγε για να τη δει, κάτι μισόλογα της ξέφυγαν
της Ρούλας. Για τον άντρα της Νίτσας του μπαρμπα-Κώτσου, που ζούσε στην Αμερική και τον εβάλανε φυλακή γιατί τον πιάσανε να κλέβει. Κι ο άντρας της Λένως του Καρακίτσου, στην Αυστραλία, έπινε πολύ, ακουγόταν, και τη μαύριζε στο ξύλο τη Λένω τακτικά. Και πρόπερσι που είχε έρθει ο Τάκης του γείτονά της του Κουτσαντώνη, ενώ η Κουτσαντωνιά παινευόταν σε όλο το χωριό πως ο γιος της έκαμε προκοπή μεγάλη στα ξένα και ζει σαν άρχοντας «Μην ακούς θεια, τι λένε» της κάνει, «εμένα να ρωτάς που δουλεύω δύο βάρδιες στο εργοστάσιο σαν το δούλο όλο το χρόνο και την Κυριακή πλένω αυτοκίνητα και με κοιτάνε με μισό μάτι οι Γερμανοί κι έχω τη μάνα όλο ‘στείλε, δεν έχουμε, μη μας αλησμονήσεις τώρα που καλοπερνάς’»!
Αυτά γυρίζαν στο μυαλό της Χρηστογιώργαινας και δεν ηρεμούσε. Κι αν η Κατίνα της κακόπεσε και τής το κρύβει; Κι αν τής κακιώνει που την έστειλε στην Αυστραλία; Το σαράντα εννιά που γύρισε από το Σύδνεϋ ο αδερφός της στα πάτρια στη Βαλιμή, τόσο πολύ τον σόκαραν οι αφηγήσεις των συγχωριανών για τα τεκταινόμενα του προηγηθέντος πολέμου, τόσο πολύ τον στενοχώρησε η φτώχια, που κατέβηκε μια μέρα φουριόζος στα Αρφαρά σκεφτόμενος ότι το συγγενικό του χρέος ήταν να συνδράμει με τον τρόπο του το ορφανό του Χρήστου. «Αν συμφωνήσετε, την παίρνω την Κατινούλα στην Αυστραλία» ανακοίνωσε και μούδιασε η Χρηστογιώργαινα, έχασε πέντε δέκα χτύπους η καρδιά της, πήρε ανάσα, «θα το σκεφτούμε» είπε κι άρχισε τους λογαριασμούς: Το κορίτσι είναι της παντρειάς και προίκα γι αυτήν δεν υπάρχει. Μετά βίας ο Γιώργης θα μπορούσε να προικίσει την κοινή τους κόρη, την Αρχοντούλα. Αχαμνούλα είναι στο σουλούπι, για βαριές δουλειές δεν κάνει. Οι Προβαταίοι που τη ζήτησαν για το γιο τους τον Ανδρέα είναι θεόφτωχοι, καλύτερα να της έμενε γεροντοκόρη, τουλάχιστο ψωμί θα είχε να τρώει. Να φύγει για την πρωτεύουσα δεν ήταν μπορετό, κανένα δικό τους δεν είχαν στην πόλη. Να μάθει μια τέχνη- οι μοδίστρες έκαναν καλές δουλειές- θα ήταν μια κάποια λύση αλλά τέτοιο έξοδο δεν το σήκωνε το σπίτι. Μα πάλι να το στείλει το παιδί στην άλλη άκρη της γης;
«Αλλά σα θέλει η ίδια; να της κόψω εγώ την τύχη της;» αναρωτήθηκε η Χρηστογιώργαινα σε μια προσπάθεια να ξεπλακώσει την ψυχή της από το ασήκωτο φορτίο της επιλογής. Και η Κατινούλα ήθελε. Μες στο ντουλάπι της σάλας ο Γιώργης φύλαγε τις καρτ ποστάλ που του έστελναν οι συγγενείς προτού τον πόλεμο. «Ευτυχισμένον το νέον έτος… Χρόνια πολλά δια την ονομαστικήν σου εορτήν». Κι έδειχναν οι κάρτες αυτές κάτι κοπέλες-οπτασίες όλο χαριτωμενιά και νάζι, ή κάτι ζεύγη πριγκιπικά, όπου ο πρίγκιπας αγκάλιαζε όλο στοργή και προστατευτικότητα τη δεσποσύνη που στην αγκάλη της κρατούσε ένα μωρό όμοιο με τα αγγελάκια του Ραφαέλο κι έλεγε μέσα της η Κατινούλα πως τέτοιες δεσποσύνες και τέτοια ζεύγη βασιλικά θα υπάρχουν σίγουρα κάπου πολύ μακριά από το χωριό κι αφού η Αυστραλία είναι πολύ μακριά, τόσο το καλύτερο. Βέβαια όταν έγιναν τα χαρτιά της για το φευγιό, άρχισε να συνοφρυώνεται όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα και όταν μπήκε στο καράβι, μια εβδομάδα έκλαιγε. Αλλά η Άτροπος είχε ήδη πάρει την κατάσταση στα χέρια της…
Πέρασε μια δεκαετία ώσπου να κοπάσει η αφόρητη νοσταλγία της Χρηστογιώργαινας, μα σαν πέρασε, άρχισε να προσέχει πως η ζωή στα Αρφαρά έτεινε να ομαλοποιηθεί. Ο φόβος των Γερμανών ξεχάστηκε, τα αιμοσταγή τραύματα του εμφυλίου κάπως τα επούλωσε η ανάγκη της συναισθηματικής επιβίωσης, η πείνα έγινε παρελθόν, μπομπότα κανείς πια δεν έτρωγε, τα παιδιά πέθαιναν σπάνια πλέον, τα χτήματα αβγάτιζαν, τα κεραμίδια στις στέγες διορθώνονταν στην ώρα τους, οι γυναίκες δε γεννούσαν αβοήθητες στο σπίτι, οι άντρες στα καφενεία τις Κυριακές φορούσαν γραβάτα. Και στους αρραβώνες οι γαμπροί προσέφεραν ένα περίτεχνο κουτί ζαχαροπλαστείου γεμάτο πολύχρωμα φρουί γλασσέ. Και ο Αντρέας ο Προβατάς έκαμε προκοπή στην Αθήνα, το μαυροκαρκανιασμένο μούτρο του από τον ήλιο του Βελαϊτικου βουνού, όπου έβοσκε τα πρόβατα, ήρθε και ξεμαύρισε. Η Χρηστογιώργαινα δαγκωνόταν. «Σάματις, αν του το είχα δώσει το παιδάκι μου, άσχημα θα ήταν; Και θα το ‘βλεπα. Μα και στα ξένα δεν αδικήθηκε», έλεγε αμέσως μετά να παρηγορηθεί. Και σε ένα δευτερόλεπτο: «Αν ήταν καλά τάχατες, δε θα ερχότανε; Γιατί δεν έρχεται, τι να μου κρύβει»;
Μα τώρα τέλος όλα αυτά. Θα ερχόταν η Κατίνα της. Θα έβλεπε με τα μάτια της την προκοπή της, την ευτυχία της. Και η ψυχή της θα γαλήνευε. Καιρός ήταν. Γέρασε πια η Δημητρώ. Τουλάχιστο, σαν ερχόταν η ώρα της, να φύγει ησυχασμένη… Και πήγε να σκαλίσει το περιβόλι. Αφοσιώθηκε ευχαριστημένη στη δουλειά της. Και ούτε πρόσεχε την κίνηση του δρόμου. Ο Λιας καβάλα μονόπαντα στο γαϊδούρι του γύριζε ήδη από τα αμπέλια, τα δυο μικρότερα αγόρια της Τάσαινας έτρεχαν ξεφωνίζοντας πίσω από το τσέρκι, στη βρύση στα Κουραίϊκα η Ελένη κι η Βιτώρια κοπανούσαν τις κουρελούδες. Δεν έδωσε σημασία. Ονειρευόταν σκάβοντας μηχανικά. «Θα φτιάξουμε και παντεσπάνι. Με εικοσιπέντε αβγά. Θα…»
Έτσι δεν πρόσεξε που πέρασε ο ταχυδρόμος. Το μεσημέρι που πήγε σπίτι, της έδωσε το γράμμα η Δημητρούλα. Το κράτησε στο χέρι της ώρα πολλή. Ένιωθε σφίξιμο. Και φόβο. Το περιεργάστηκε, άνοιξε αργά το φάκελο. Χάιδεψε τα γράμματα του παιδιού της. Έτεινε τη γραφή στο εγγόνι. Κι εκείνο διάβασε συλλαβιστά; «Σεβαστοί μου γονείς, αγαπημένε αδερφέ και νύφη, υγιαίνετε! […] Δε θα μπορέσω να έρθω αυτό το καλοκαίρι… Λυπάμαι πολύ μητέρα! Μη στενοχωριέσαι. Κάνε υπομονή. Του χρόνου ίσως…»
«Εντάξει Δημητρούλα, το υπόλοιπο το διαβάζεις αύριο». Και πήγε να κλάψει μόνη της στο κατώι. Το είχε καταλάβει αυτή « Η Κατινούλα της τής είχε κακιώσει. Που την έστειλε στα ξένα. Μόνη αυτή από τα τέσσερα παιδιά της… Που την ξεχώρισε. Αυτήν, την ορφανή κόρη του Χρήστου… την έστειλε στην πέρα άκρη της γης…»
Στην πέρα άκρη της γης η Κατίνα κακιωμένη δεν ήταν! Ούτε τότε, ούτε ποτέ! Παντρεμένη με ένα τζογαδόρο ήταν. Που έχασε το μήνα εκείνο στην τσόχα όλες τους τις οικονομίες. Μαζί και τα τέσσερα εισιτήρια. Και άλλα χρήματα για να έρθει δεν υπήρχαν. Ούτε και διάθεση. Μηδέ κουράγιο να προσποιηθεί την ευτυχήσασα.
Στη δώθε άκρη της γης η Χρηστογιώργαινα δεν την αγόρασε τη λουλουδάτη εκείνη ρόμπα που επιθύμησε. Το σκυμμένο σουλούπι της έμεινε να περιφέρεται μηχανικά σφιγμένο μέσα στην άχαρη, ρεμμένη, ξεθωριασμένη από τα αμέτρητα πλυσίματα, πένθιμη, παραιτημένη της ρόμπα.
«Ο συμπολίτης αυτών […]ευγνωμονών ανατίθησι» αναγράφεται στο ηρώο του χωριού μας, που κατασκευάστηκε με ιδιωτική δαπάνη το 1924 προς τιμή των παλικαριών και των δύο χωριών (Αρφαρών και Βερσοβάς) που έπεσαν υπέρ πατρίδος, είτε στους βαλκανικούς πολέμους το 1912- 13, είτε στη μικρασιατική εκστρατεία το 1919-22.
Στη μια πλευρά της στήλης αναγράφονται οι πεσόντες των Αρφαρών: Δεκαεννέα στρατευμένοι νέοι. Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα ονόματα στο ηρώο, τα στοιχεία που διαθέτει το Αρχείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού και όσες πληροφορίες μπόρεσαν να καταθέσουν οι απόγονοί τους, τα παλικάρια αυτά είναι:
Μικρασιατική εκστρατεία (1919-22)
ΜουστερήςΝικόλαος του Αργυρίου. Υπηρέτησε στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού. Έπεσε το Μάρτιο του ’20, 1/3/1920 στο Ακ-Μπουνάρ.
Τομαράς Κωνσταντίνοςτου Ιωάννη και της Μαρίας. Τιμής ένεκεν έναν αιώνα μετά το όνομά του διαιωνίζεται στους πλάγιους απογόνους του. Γεννήθηκε περί το 1895.(Το πατρικό του σώζεται). Έλαβε μέρος μαζί με το δίδυμο αδερφό του Παναγή στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919 – 1922). Ο Κωσταντής, όπως τον φώναζαν, τραυματίστηκε θανάσιμα. Ημερομηνία θανάτου 1/12/1920. Τόπος θανάτου Στρατιωτικό Νοσοκομείο Μπαλού-Κεσέρ.
Λίβας Ιωάννης του Γεωργίου. Σκοτώθηκε το Μάρτιο του ’21. Ημερομηνία θανάτου 1/3/1921. Τόπος θανάτου Εσκί Σεχίρ.
Λιάπης Ιωάννης; του Π.(Τα στοιχεία δεν έχουν συμπληρωθεί στους στρατιωτικούς καταλόγους). Σκοτώθηκε λίγους μήνες αργότερα. Ημερομηνία θανάτου 8/8/1921.
Λίβας Ιωάννης του Σωτηρίου. Έπεσε τέσσερις μέρες μετά το Λιάπη. Ημερομηνία θανάτου 12/8/1921.
Παπαγιαννόπουλος Κωνσταντίνος του Ιωάννη. Ημερομηνία θανάτου 16/8/1921. Τόπος θανάτου Καλέ-Γκρότο. Ο τρίτος θάνατος στρατιώτη του
χωριού μέσα στον ίδιο μήνα…
Νικολόπουλος Νικόλαος του Τιμολέοντος. Σκοτώθηκε το « μαύρο Αύγουστο», όπως ονομάστηκε, γιατί στο τέλος του το ελληνικό μέτωπο έσπασε και άρχισε η άτακτη υποχώρηση του στρατού. Ημερομηνία θανάτου 1/8/1922.
Τομαράς Αθανάσιος του Βασιλείου. Έπεσε κι αυτός προς το τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας, την ίδια μέρα με το Νικολόπουλο… Ημερομηνία θανάτου1/8/1922.Τόπος θανάτου Τουλού-Μπουνάρ.
Τομαράς Σπήλιος του Ανδρέα και της Χαρίκλειας. Αδερφός του Αποστόλη, που έμεινε εν συνεχεία στο χωριό. Γεννήθηκε λίγο πριν το 1900 και σκοτώθηκε στη μικρασιατική εκστρατεία σε άγνωστη ημερομηνία και σημείο.
Γκολφινόπουλος Α. Σ. Η αναζήτηση δεν επέφερε περισσότερα αποτελέσματα.
Κολοκούρης Π.Γ Η αναζήτηση δεν επέφερε περισσότερα αποτελέσματα.
Παπούλιας Α.Ν Η αναζήτηση δεν επέφερε περισσότερα αποτελέσματα.
Οικονομόπουλος Μιχαήλ του Παναγιώτη. Έπεσε κι αυτός κατά τη μικρασιατική καταστροφή. Ημερομηνία και τόπος θανάτου άγνωστα.
Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13)
Αργυρόπουλος Νικόλαος του Α. Έπεσε στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο, την 1/1/13.
Κανελλόπουλος Αντώνιος. Σύμφωνα με τα στρατιωτικά αρχεία έπεσε κι αυτός την ίδια μέρα με τον Αργυρόπουλο. Ημερομηνία θανάτου 1/1/1913. Τόπος θανάτου Χαμτζαλή.
Μιχαλακόπουλος Μιχαήλ του Χριστοδούλου. Ημερομηνία θανάτου: 1/7/1913, πρώτος βαλκανικός επίσης. Τόπος θανάτου άγνωστος.
Αναστασίου Λεωνίδας του Σωτήρη. Τραυματίστηκε θανάσιμα στους Βαλκανικούς. Στο χωριό δεν έμεινα άλλοι άρρενες απόγονοι της οικογένειας και το όνομα χάθηκε. Η αδερφή του είχε παντρευτεί το Φίλλιπο Γιαννόπουλο.
Γεώργιος Κουρής του Κωνσταντίνου και της Καλλιόπης. Για το παλικάρι αυτό η προφορική παράδοση της οικογένειας σώζει ενδιαφέρουσες πληροφορίες: Γεννήθηκε στα Αρφαρά το έτος 1890 (το πατρικό του σώζεται) και το 1910 σε ηλικία είκοσι ετών μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη. Τον υποδέχτηκε εκεί ο επίσης μετανάστης από τριετίας, αδερφός του Νικόλαος Κουρής. Τέλη του 1912 με την έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου ανταποκρίθηκε στο εθνικό κάλεσμα και επέστρεψε στην Ελλάδα προκειμένου να πολεμήσει για την πατρίδα. Ας ήταν φευγάτος ήδη δύο χρόνια! Ας είχε υποφέρει τη διαδικασία μιας επίπονης προσαρμογής στην Αμερική! Κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό ως οπλίτης. Πολέμησε και στους δύο Βαλκανικούς. Ημερομηνία θανάτου 1-6-13. Τόπος θανάτου Κιλκίς. Ηλικία: μόλις εικοσιτριών. Τα νέα έφθασαν στο χωριό ανήμερα των αγίων Αναργύρων. Στο πανηγύρι. Την άλλη χρονιά ο αδερφός του Πανάγος βάφτισε το νεότερο παιδί του Γεώργιο...
Αποστολόπουλος Νικόλαοςτου Κανέλλου και της Παναγιώτας, ο μεγαλύτερος αδερφός του μπαρμπα- Σωτήρη που θυμόμαστε. Γεννήθηκε το 1889 (Το πατρικό του σώζεται). Τραυματίστηκε θανάσιμα στο δεύτερο βαλκανικό και πέθανε στις 26/7/1913 στο Δ’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Τραγική ειρωνεία: ο πόλεμος είχε ήδη λήξει.
Απολογισμός: Μεγάλο φόρο αίματος για την εδαφική αποκατάσταση της πατρίδας πλήρωσαν τα χωριά μας (η γειτονική Βερσοβά έχει ανάλογη ιστορία). Κι εκτός φυσικά αυτών που δε γύρισαν, ήταν πολλοί και οι νέοι που στρατεύτηκαν και κατάφεραν να επιστρέψουν ζωντανοί, μετά από μύριες κακουχίες και επώδυνα βιώματα. Γι’ αυτούς η Ελλάδα στη σημερινή της έκταση δεν ήταν δεδομένο. Ζητούμενο ήταν. Που με πίστη προσέφεραν στο βωμό του το σφρίγος της νιότης τους. Εξ’ ου και το «ευγνωμονών ανατίθησι» που ίσως πρέπει στη σκέψη μας να το μετατρέψουμε σε «ευγνωμονούντες ανατίθεμεν».
Απόσπασμα αναμνήσεων
Ο ΘΕΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΣ
(Μαρία Αποστολοπούλου)
Αφιερωμένο στη μνήμη της γιαγιάς Παναγιώτας, μητέρας του πατέρα μου, και του θείου Νικόλα Αποστολόπουλου, του μεγαλύτερου αδερφού του πατέρα μου, που σκοτώθηκε στη Μακεδονία κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Ιούλιο του 1913.
Στον κήπο η γιαγιά Παναγιώτα σκάλιζε τις ντομάτες της. Κι όλο σκεπτόταν. Όλο για πόλεμο άκουγε, για Βουλγάρους και σύνορα κι έτρεμε το φυλλοκάρδι της. Κάποτε μιλούσε μόνη της… δυνατά. “Τώρα ποιοι να ‘ναι αυτοί οι Βούργαροι; Να ‘ναι άγριοι και μοβόροι σαν τους Τούρκους; Τι γυρεύουν; Και τα σύνορα να ‘ναι μακριά;” Κι όλο σκάλιζε προσεκτικά τις ντομάτες. Τέλειωσε το σκάλισμα χωρίς ανάσα. Ήταν αναστατωμένη. Σηκώθηκε όρθια και κοίταξε τον ουρανό. Τόσος ήταν ο κόσμος της, όσος ο ουρανός που έβλεπε. “Κατά πού να πέφτει η Μακεδονία -εκεί είναι ο πόλεμος- κατά κει που βγαίνει ο ήλιος ή κατά κει που βασιλεύει;”
Ο Νικόλας της είχε φύγει για τον πόλεμο. “ Θε μου, τι μαχαιριά και τούτη. Έφυγε και ο Γιώργης του Πανάγου κι ο Αντώνης της Τάσαινας. Τρεις συγχωριανοί. Να λένε καμιά κουβέντα…’’ Η γιαγιά έκλαψε τότε νύχτες ολόκληρες, χωρίς να κλείσει μάτι.
Την ώρα που τον ξεπροβόδισε μπήκε μέσα κι ίσια στο παράθυρο να προλάβει να τον δει για μια ακόμη φορά. Μόλις που τον πρόλαβε στη στροφή. Σύρθηκε για λίγο η σκιά του στο δρόμο, μέχρι που χάθηκε. Εκεί στην καρέκλα είχε μείνει η ζακέτα του. Μόνη της την είχε πλέξει και την είχε βάψει καφετιά σαν τα μάτια του. Την πήρε, την αγκάλιασε και τη φίλησε πολλές φορές. “Θα σου τη μοσκοπλύνω, Νικόλα μου, και θα σου τη φυλάξω στο μπαούλο με τα καλά. Θα της βάλω και κλαράκια δάφνη. Μη μας τη φάει ο σκόρος. Να τη βρεις με το καλό, όταν γυρίσεις, μοσκοβολημένη. Πίσω θα ρημάξει ο τόπος…. Αλλά τι λέω η κακομοίρα…Το παιδί μου να γυρίσει με το καλό… κι όλοι οι στρατιώτες γεροί στα σπίτια τους.” Όταν τον αποχαιρετούσε, δεν εύρισκε λέξη να πει. Με πολύ κόπο ψέλλισε: “Οι Άγιοι ( Α)νάργυροι, που είναι γιατροί, βοήθειά σου, παλληκάρι μου.” Κραπ! Η εξώπορτα έκλεισε. Ο Νικόλας έμεινε απ’ έξω. Τον πήρε ο πόλεμος.
Κάποτε ο πόλεμος τελείωσε. Ο Νικόλας όμως δε γύρισε. Μετά της είπαν πως ο Νικόλας της “έπεσε υπέρ πατρίδος.” Και πάλι δεν κατάλαβε. “Και στην κορυφή του βουνού να βρισκόταν ο Νικόλας μου, θα εύρισκε τρόπο να γυρίσει,” σκέφτηκε.
Το 1924 έστησαν στο χώρο του σχολείου μνημείο και χάραξαν επάνω τα ονόματα των πεσόντων στους πολέμους. “Είναι και ο Νικόλας μας εκεί, μάννα,” της είπε ο Σωτήρης… Δεν καταλάβαινε η γιαγιά τι σημαίνουν αυτά. Ούτε ρώτησε. Ξεκίνησε να πάει μόνη της να δει με τα ίδια της τα μάτια. Και πήγε. Βρέθηκε μπροστά σε μια άσπρη μαρμάρινη στήλη με χαραγμένα επάνω της γράμματα. Τι να έγραφαν τάχα; Στεκόταν ακίνητη και κοίταζε, μέχρι που μια φωνή από πίσω την ξάφνιασε.
– Ε, θεια, έχεις κανέναν δικό σου εδώ γραμμένον;
-Διάβασε, παιδάκι μου, αν ξέρεις, τι λένε αυτά.
Ο άλλος άρχιζε να διαβάζει, και η γιαγιά να μετράει από μέσα της ένα-ένα τα γραμμένα ονόματα.
Από τότε, κάθε χρόνο, στη γιορτή του Ευαγγελισμού, που γινόταν στο μνημείο τρισάγιο και προσκλητήριο πεσόντων, πήγαινε εκεί από νωρίς κι έκαιγε λιβάνι. Κάρφωνε τα μάτια της στη μαρμάρινη στήλη και περίμενε. Όταν άρχιζαν να διαβάζουν τα ονόματα, μετρούσε κι εκείνη από μέσα της, ένα, δύο, τρία… έντεκα, δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα… Μόλις άκουγε το όνομα του Νικόλα της έφευγε… χρόνια και χρόνια… πάντα σκυφτή…
Κι απόμεινε από το θείο Νικόλα μια αράδα στο μνημείο των πεσόντων στ’ Αρφαρά, μια ταπεινή φωτογραφία του δίπλα στα εικονίσματα και η θύμηση.…