Άναμμα χριστουγεννιάτικου δέντρου 2024

Άναμμα χριστουγεννιάτικου δέντρου 2024

Το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αμπελοκήπων σε συνεργασία με τον Προέδρο της Τοπικής Κοινότητας διοργάνωσαν το Άναμμα του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου στην Πλατεία του χωριού. Η γιορτή είχε απ’ όλα, Αγιο Βασίλη που μοίρασε σοκολατάκια και καραμέλες σε μικρούς και μεγάλους, τα ξωτικά – μέλη του συμβουλίου που μοίραζαν δωρεάν ζεστό κρασί, ζεστή σοκολάτα, ζεστή κολοκυθόσουπα ,hot-dog και παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα, face painting για τα παιδάκια και την καταπληκτική Φιλαρμονική της Αιγείρας η οποία με τον μαέστρο Μίχαλο Δημήτρη μας ταξίδεψαν με τις χριστουγεννιάτικες  μελωδίες τους. Μια μεγάλη φωτιά έκαιγε και φέτος στη μέση της πλατείας για να ζεσταίνει τον κόσμο και για να φωτίζει την όμορφη φάτνη με το φωτεινό αστέρι κάτω από  τον μεγάλο και επιβλητικό πλάτανο της πλατείας. 

Χριστουγεννιάτικη Γιορτή 2024

O Πολιτιστικός Σύλλογος Αμπελοκήπων « Τα Αρφαρά» σας προσκαλεί το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024 και ώρα 19:30 για να ανάψουμε όλοι μαζί το χριστουγεννιάτικο δέντρο στην πλατεία του χωριού. Με κεράσματα, μουσική και πολλές εκπλήξεις!

Εκδρομή στα Ιωάννινα – Ζαγοροχώρια – Κόνιτσα

Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αμπελοκήπων διοργάνωσε και φέτος την ετήσια εκδρομή του με προορισμό τα Ιωάννινα στις 17-20 Οκτωβρίου. Η εκδρομή περιλάμβανε επίσκεψη στο Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων Βρέλλη και ξενάγηση στο σπήλαιο Περάματος, επίσκεψη στα τοξωτά πέτρινα γεφύρια στα Ζαγοροχώρια, στα χωριά Κήποι και Μονοδένδρι, στο φαράγγι του Βίκου, στην Κόνιτσα , στην πατρική οικία του Αγίου Παΐσίου, στον αρχαιολογικό χώρο της Δωδώνης και στο κάστρο των Ιωαννίνων.

Συγγραφικά Μονοπάτια

Την Παρασκευή 30 Αυγούστου διοργανώθηκε μια καταπληκτική βραδιά στο Δημοτικό Άλσος «Τα Χρυσάμπελα» αφιερωμένη στη ζωή και το έργο τριών συγγραφέων με καταγωγή από τα Αρφαρά.
Η εκδήλωση ξεκίνησε στο θεατράκι αλλά λόγω βροχής μεταφέρθηκε στο Μουσείο Φωτογραφίας.
Τρεις καταπληκτικοί συγγραφείς και οι παρουσιαστές τους που μέσα από τις δικές τους εμπειρίες ζωής και αποσπάσματα από τα έργα τους, μας ταξίδεψαν στο χρόνο και μας έδωσαν ελπίδα για το μέλλον.
Η βραδιά ξεκίνησε με τον δικηγόρο κύριο Κανελλόπουλο Σπύρο που παρουσίασε τον καθηγητή ιατρικής και συγγραφέα κύριο Γιαννόπουλο Παναγιώτη διαβάζοντας αποσπάσματα από τα βιβλία του.
Στη συνέχεια, η φιλόλογος κ. Σταυροπούλου Ελένη, παρουσίασε τον δάσκαλο, ψυχαναλυτή και συγγραφέα κύριο Τομαρά Νικόλαο, και ο συγγραφέας και ηθοποιός κ. Νιάγκος Πάνος απήγγειλε αποσπάσματα από τα έργα του.
Και τέλος, ο φιλόλογος κ. Κοτσάνης Γεώργιος ο οποίος παρουσίασε την καθηγήτρια και συγγραφέα κ. Αποστολοπούλου Σοφια και η φιλόλογος κ. Μπουζινέκη Αγγελική απήγγειλε ποιήματα της συγγραφέως.
Τη συγγραφική αυτή βραδιά ομόρφυνε ο μουσικός Μουστερής Χρήστος ο οποίος μας ταξίδεψε με την κιθάρα του!
Ευχόμαστε τα βιβλία τους να είναι καλοτάξιδα και αναμένουμε τα επόμενα!!!

Επιμνημόσυνη δέηση στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία

Η Τοπική Κοινότητα Αμπελοκήπων Κοινότητα Αμπελοκήπων Αχαΐας , ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αμπελοκήπων και το εκκλησιαστικό συμβούλιο Αγίων Ανάργυρων Αμπελοκήπων διοργάνωσε στις 20 Ιουλίου Εθνικό μνημόσυνο για τους πεσόντες Ελλαδίτες και Κυπρίους Έλληνες αδελφούς κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του 1974 στο εξωκλήσι του προφήτη Ηλία στους Αμπελόκηπους. Παρόντες στην επιμνημόσυνη δέηση ήταν ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος της Κυπριακής κυβέρνησης κύριος Γιάννης Αντωνίου, η Αντιδήμαρχος Ανατολικής Αιγιαλείας κυρία Σταυροπούλου Μαρία, ο Αντιδήμαρχος κύριος Καραΐσκος Νικόλαος, ο πρόεδρος του λιμενικού ταμείου κύριος Ανδρέας Οικονόμου καθώς και ο κύριος Σπηλιόπουλος Κωνσταντίνος.

Ακολούθησε απονομή μεταλλίων στους κυρίους Γούργαρη και Ορφανό από την κυπριακή κυβέρνηση για την προσφορά τους το 1974 καθώς και απονομή πλακέτας προς τους διοργανωτές και τον εφημέριο πατέρα Μουστερή Αργύριο. Η επιμνημόσυνη δέηση ολοκληρώθηκε με τον Εθνικό μας ύμνο, και το πλήθος κόσμου να φωνάζει ΑΘΑΝΑΤΟΙ!!

Εορτασμός 203ης Επετείου Επανάστασης του 1821

Το Σάββατο 23 Μαρτίου 2024 η Τοπική Κοινότητα Αμπελοκήπων με συμμετοχή του Πολιτιστικού Συλλόγου Αμπελοκήπων « Τα Αρφαρά» διοργάνωσε παρέλαση στην οποία συμμετείχε το χορευτικό τμήμα του Πολιτιστικού Συλλόγου Αιγείρας με παραδοσιακές ενδυμασίες οι οποίες μας μετέφεραν στο επαναστατικό κλίμα της τότε εποχής, η Δημοτική Φιλαρμονική Ιωάννης Κοκονέτσης με μαέστρο κύριο Μίχαλο Δημήτρη και οι ιππείς από τον Σύλλογο Φίλων Ίππων Ανατολικής Αιγιαλείας “Ο Πήγασος “.

Η παρέλαση κατέληξε στο μνημείο το οποίο φέρει την επιγραφή «1821, 14 και 15 Μαρτίου» όπου έγινε αναφορά από την κυρία Άντα Σολδάτου στα πρώτα πολεμικά επεισόδια τα οποία συντέλεσαν στην έναρξη της Επανάστασης του 1821 και σε αυτά τα επεισόδια είναι αφιερωμένο το συγκεκριμένο μνημείο. Στη συνέχεια, έγινε κατάθεση στεφάνων και ακολούθησαν παραδοσιακοί χοροί από το χορευτικό τμήμα του Πολιτιστικού Συλλόγου Αιγείρας. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Αμπελοκήπων πρόσφερε παραδοσιακά κεράσματα καθώς επίσης και τοπικό κρασί και τσίπουρο.

Χριστουγεννιάτικη Γιορτή 2023

Το Σάββατο 09/12/23 η Τοπική Κοινότητα Αμπελοκήπων σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Αμπελοκήπων «Τα Αρφαρά» διοργάνωσε μια μικρή γιορτή στην πλατεία του χωριού. Μια φωτιά έκαιγε καθ’ όλη τη διάρκεια της γιορτής για να ζεστάνει τον κόσμο αφού η θερμοκρασία ήταν πολύ χαμηλή και τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια δημιουργούσαν μια γιορτινή ατμόσφαιρα. Μικροί και μεγάλοι κάθισαν γύρω από τη φωτιά και η γιορτινή διάθεση, τα χαμογελά και οι ιστορίες από τα παλιά δεν έλειψαν. Αλλά η έκπληξη της βραδιάς δεν ήταν άλλη από τον Άγιο Βασίλη με τα ξωτικά του που προσγειώθηκαν στην σκεπή της εκκλησίας και μοίρασαν γλυκίσματα στα παιδάκια. Τα ξωτικά – μέλη του συμβουλίου του Πολιτιστικού Συλλόγου πρόσφεραν δωρεάν κολοκυθόσουπα, hotdog, λουκουμάδες με μέλι, τσίπουρο, ζεστό κρασί (Glühwein) και ζεστή σοκολάτα στους παρευρισκομένους !!!

Το Μουσείο φωτογραφίας και η σημασία του

Μουσείο Φωτογραφίας Αμπελοκήπων (Αρφαρών): η σημασία του

Εκ πρώτης θα έλεγε κανείς πως το Μουσείο μας έχει νόημα μόνο για τους ντόπιους. Ότι σε αυτούς μόνο απευθύνεται εφόσον τους δίνει  τη δυνατότητα να βλέπουν συγκεντρωμένες τις απεικονίσεις συγγενών και συγχωριανών τους.

Εκ πρώτης ίσως δε διακρίνεται κάποιος άλλος λόγος χρησιμότητας του Μουσείου.

Αλλά μια πιο προσεκτική ματιά διαψεύδει γρήγορα την πρώτη εντύπωση…

Το Μουσείο είναι η απεικόνιση μιας εποχής και μιας κοινωνίας, αφηγείται την πορεία του τόπου μας στο βασικό κορμό του 20ου αιώνα. Οι φωτογραφίες και τα κείμενα διηγούνται την ιστορία του χωριού. Και τι μας λένε;

Μας θυμίζουν λοιπόν ότι το 1910 το χωριό μας ήταν η έδρα του δήμου Αιγειρατών.( Από τα απογραφικά στοιχεία ξέρουμε ότι αριθμούσε περί τους 600 κατοίκους).

Ὀτι προπολεμικά το σχολείο γέμιζε ασφυκτικά  από παιδιά,  οι οικογένειες ήταν εκτεταμένες, οι παππούδες δεν ήταν περιθωριοποιημένοι, φωτογραφίζονταν στο κέντρο της οικογενειακής ομήγυρης, τα παιδιά σε κάθε οικογένεια ήσαν πολλά, οι άνθρωποι φτωχοί, οι γυναίκες ιδιαιτέρως ταλαιπωρημένες.  

Οι φωτογραφίες μας θυμίζουν επίσης ότι η εργασία των κατοίκων ήταν εξαιρετικά επίπονη και πως τα ζώα πρωτοστατούσαν στις αγροτικές εργασίες και στις μεταφορές μέχρι το 1960-70.Ότι το πρώτο δημόσιο μεταφορικό μέσο διατέθηκε στο χωριό το 195.. και ότι δεν ήταν άλλο από ένα φορτηγό με στερεωμένες δυο τάβλες στα πλαϊνά της καρότσας για να κάθονται οι επιβάτες του.

Μας θυμίζουν ότι τα σπίτια απέκτησαν βρύση το 1972-73. Μέχρι τότε την ανάγκη των οικιών για νερό την κάλυπταν οι βρύσες της γειτονιάς. Ότι αποχωρητήριο εντός της αυλής είχαν αποκτήσει μόλις λίγα χρόνια πριν κι αυτό αναγκαστικά κατ’εντολήν της δικτατορικής κυβέρνησης. Η φωτογραφία επίσης των εγκαινίων της ηλεκτροδότησης μας θυμίζει πως ηλεκτρικό ρεύμα  αποκτήσαμε το 1968.

Οι φωτογραφίες δείχνουν ότι οι πρόγονοί μας στο βασικό κορμό του 20ου αιώνα έζησαν φτωχικά αλλά παρά τις στερήσεις και την απουσία ανέσεων είχαν ισχυρή αίσθηση αξιοπρέπειας, αγάπη στη νοικοκυροσύνη κι επιθυμία ανταπόκρισης στα Αθηναϊκά πρότυπα εμφανισιακής ευπρέπειας, όπως δείχνουν τα Κυριακάτικα και γιορτινά ντυσίματά τους.  Ότι το καφενείο και η πλατεία ήταν ανδροκρατούμενοι χώροι ακόμα και τη δεκαετία του ’70. Ότι ο εκκλησιασμός, τα εκκλησιαστικά μυστήρια και το πανηγύρι ήταν η σχεδόν μόνη δυνατότητα που είχαν οι γυναίκες για να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους για δημόσια εμφάνιση

Από τις φωτογραφίες θυμόμαστε τις παλιές γειτονιές και τις παλιές φιλίες συνειδητοποιώντας ότι η συνάθροιση στη γειτονιά, η σχέση με τους συγγενείς, η φιλία, η αλληλοβοήθεια  ήταν το συναισθηματικό καταφύγιο κι οι στυλοβάτες της ψυχικής ισορροπίας των ανθρώπων

Μια ματιά στις απεικονίσεις του  σχολείου βεβαιώνει ότιγια να βγάλουν το Γυμνάσιο τα παιδιά των Αρφαρών πήγαιναν με τα πόδια μέσα από δύσβατα μονοπάτια στην Ακράτα και ότι το Δημοτικό από τον πόλεμο και μετά πήρε ανεπιστρεπτί την κατιούσα πορεία του.

Οι φωτογραφίες κάνουν και μνεία των στρατιωτικών περιπετειών του χωριού μας θυμίζοντάς μας ότι το χωριό θρήνησε θύματα στους πολέμους και ότι μετά το δεύτερο παγκόσμιο  και τον εμφύλιο πόλεμο μπήκε σε τροχιά εξωτερικής μετανάστευσης και αστυφιλίας.

Όλα αυτά και με άλλες ακόμα λεπτομέρειες τα αφηγούνται οι φωτογραφίες του Μουσείου μας. Γι αυτό το Μουσείο δεν είναι τέσσερις τοίχοι με κρεμασμένες φωτογραφίες

Είναι πρωτίστως μια ευκαιρία για τους παλιότερους σε ηλικία να αφηγηθούν μέσω της δύναμης των εικόνων πιο πειστικά την ιστορία τους στους νεότερους, ώστε να ξαλαφρώσουν οι ίδιοι από το βάρος του μοναχικού τους αγώνα ζωής κι ώστε να κάνουν τους νέους κοινωνούς των βιωμάτων τους.

Είναι επίσης μια ευκαιρία για τους νεότερους να μάθουν την ιστορία του τόπου τους, να δεθούν με την προγονική γη, να εκτιμήσουν τους κόπους των παλιότερων γενιών, να κατανοήσουν τις παραλείψεις και τα λάθη τους, να αγαπήσουν το χωριό ώστε να επιθυμήσουν να το κρατήσουν ζωντανό και να κινητοποιηθούν ώστε να το εξελίξουν.

Το Μουσείο είναι μια μνεία κι ένας φόρος τιμής στους αποδήμους συγχωριανούς μας, που  πιεσμένοι από τις συνθήκες πέρασαν τη ζωή μακριά από τον τόπο τους αλλά και τώρα ακόμα που βρίσκονται στην τρίτη ηλικία, δεν έπαψαν να νοσταλγούν το χωριό και τους συγχωριανούς τους και να εκφράζουν έμπρακτα το ενδιαφέρον τους.

Είναι ακόμα μια ευχαριστήρια ανταμοιβή προς τους ανθρώπους που κατάγονται από άλλο τόπο, αλλά δελεασμένοι από τη φυσική ομορφιά του ήρθαν στο χωριό, απέκτησαν σε αυτό την εξοχική κατοικία τους και το τίμησαν επενδύοντας τα χρήματά τους και την παρουσία τους.

Είναι τελικά το δώρο εμάς των μεγαλύτερων στους νέους, για να τους μάθουμε να μην παραιτούνται από την προσπάθεια βελτίωσης του χωριού τους, να θέτουν στόχους σε όποια ηλικία κι αν βρεθούν, να πιστεύουν στη συλλογικότητα και στον εθελοντισμό και να τους δώσουμε ένα παράδειγμα κοινωνικής συνείδησης και προσφοράς.

Μεταφορτώστε εδώ την παρουσίαση του Μουσείου με μετάφραση σε αρχείο .pdf

Ψηφίδες από τη ζωή στα Αρφαρά: Τα φουντούκια (Διήγημα)

Άποψη των Αμπελοκήπων από το άλσος του Δημοτικού Σχολείου

Εκείνη τη χρονιά, το ΄72 ήταν, τα πρωτοβρόχια καθυστέρησαν. Πήρε να μεσιάζει ο Νοέμβρης κι ακόμα τίποτα. Η γης κόκκαλο, ούτε λόγος για σπορά. Όταν επιτέλους άνοιξαν οι ουρανοί, η γη ξεδίψασε κι η πλάση μοσχοβόλησε χώμα νοτισμένο και δροσισμένα κλαριά, οι χωριανοί με το ζευγάρι τους τα ζα ξεχύθηκαν αδημονώντας να οργώσουν τα χωράφια τους. Οι Σκαλλίστρες, ο Λάζος, ο Αη-Δημήτρης, τα Πηγάδια, η Δέση, η Χούνη, του Βέργη μοσχοβόλησαν χώμα νιόσκαφτο κι αντιλάλησαν από το προτρεπτικό «έεεει χόπ! Ντέεεεεει χχχοπ!» των νοικοκυραίων στα  εξαντλημένα  καματερά τους. Βιάζονταν. Ο χειμώνας ερχόταν, νέα σύννεφα μαζεύονταν, έπρεπε να προφτάσουν να απανοχώσουν τα σιτηρά τους προτού να πιάσουν οι βροχές για τα καλά.

Για τούτο και οι Ρηγοπουλαίοι άργησαν να κατεβούν στα Μάρμαρα τούτη τη φορά. Η βραδινή ψύχρα έτσουζε, της Δημητρούλας τα ισχνά καλαμοπόδαρα είχαν καψαλιστεί από το πύρωμα στο τζάκι. «Από Δευτέρα θα πάτε στο σχολείο στα Μάρμαρα, παιδιά », έκανε τη σχετική ψυχολογική προετοιμασία η μητέρα. Της Δημητρούλας της άρεσε και το σχολείο στα Μάρμαρα, είχε επίπεδο ανοιχτό προαύλιο, μπορούσε απρόσκοπτα να τρέχει παίζοντας με τα άλλα παιδιά. Μα σαν το προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου Αμπελοκήπων-Χρυσανθίου, όσο και να το πεις, δεν ήταν. Δεν είχε πεύκα! Ο παππούς της τής είχε πει πως σαν ήταν νέος πολύ, μαζεύτηκαν οι νέοι του τόπου κι έκαναν την πευκοφύτευση να μην είναι ο λόφος του σχολειού τους φαλακρός. Πλέον τα πεύκα είχαν θεριέψει, ο λόφος του σχολείου ήταν άλσος κανονικό.

Και κάθε φθινόπωρο το άλσος αυτό γινόταν η χαρά των μαθητών. Στο μεγάλο διάλειμμα τα παιδιά σκορπίζονταν κάτω από τα δέντρα. Έπαιζαν με πάθος «τους μηχανικούς», έφτιαχναν «σπιτάκια» με πευκοβελόνες. Συνήθως δούλευαν ομαδικά. Τα αγόρια έκαναν σωρούς από πευκοβελόνες, τα κορίτσια τις έπαιρναν χεράδες χεράδες και θεμελίωναν «το σπίτι». Το μεγάλο τετράγωνο, το οριοθετημένο στην περίμετρό του με τις κατάξερες πευκοβελόνες ήταν η σάλα, το στενόμακρο χώρισμα, ο διάδρομος, δυο τρεις κάμαρες οπωσδήποτε. Στα «αρχοντόσπιτα» οι χώροι ήταν μεγαλύτεροι και η αυλή οριοθετημένη επίσης με ψηλό –καμιά εικοσαριά εκατοστά, να μη μας βλέπουν απέξω!- μαντρότοιχο. Στις ομάδες των παιδιών που τύχαινε να υπάρξει μέλος με «διακοσμητικό τάλαντο» τα σπιτάκια αποκτούσαν κι επίπλωση, όταν δε κάποιο κορίτσι ήταν και «μερακλού» αποκτούσαν και ανθοδοχείο! με κρόκους και κυκλάμινα που ξεπετάγονταν σε όλο το χώρο στους ίσκιους και στα ξέφωτα του άλσους. Με το που χτύπαγε το κουδούνι για μέσα, ανακηρύσσονταν  βιαστικά οι νικητές, το έπαθλο ένα απλό, ήσυχο, αξεσυνέριστο, αυθεντικό, ειλικρινές « α πολύ ωραίο»!

Δημοτικό σχολείο Αμπελοκήπων-Χρυσανθίου 1972

Μα πιο αγαπημένο κι από τα «σπιτάκια» ακόμη, ήτανε τα «φουντούκια». Ποιος ξέρει πώς συνέβη να καθιερωθεί η ονομασία αυτή! Κανείς δεν ήξερε αλλά και κανείς δε μπορούσε να διανοηθεί ότι τα μικρά σποράκια που έπεφταν από τις ανοιγμένες κουκουνάρες το φθινόπωρο και σκορπίζονταν ανάμεσα στις αιχμηρές πευκοβελόνες του  εδάφους, δεν ήταν φουντούκια! Μετά από απόβροχο ειδικά, που άνοιγαν περισσότερες κουκουνάρες, ο ζήλος για τη συλλογή αυξανόταν κατακόρυφα. Τα μικρά, περπατώντας σκυφτά κάτω από τα δέντρα εξέταζαν προσεκτικά το έδαφος, έσπρωχναν με τα ακροδάχτυλα ή με τη μύτη του παπουτσιού τις σωριασμένες βελόνες, φούντωναν από τη στιγμιαία έξαψη του ενθουσιασμού μόλις εντόπιζαν το «φουντούκι», το σήκωναν με  ικανοποίηση  χρυσοθήρα που βρήκε ψήγμα, το έσφιγγαν προσεκτικά –μην πέσουν όσα ήδη βρίσκονταν εκεί- στη χουφτίτσα τους.  Νικητής ήταν όποιος με το χτύπημα του κουδουνιού είχε μαζέψει τα περισσότερα. Δεν τα κρατούσε, δεν ήταν γνωστή η χρήση των κουκουναριών στη διατροφή στο χωριό –εξάλλου ήταν και πολύ μπελαλίδικα στο σπάσιμο. Τα ξανασκόρπιζε λοιπόν κάτω από τα δέντρα. Και η διαδικασία επαναλαμβανόταν την επόμενη. Με φρέσκο πάλι ενθουσιασμό και προσήλωση!

Τα “σπιτάκια”

Και στα Μάρμαρα είχε αγαπημένο παιχνίδι η Δημητρούλα. Έπαιζε «τα μήλα». Χρόνο το χρόνο γινόταν άφθαστη στην τέχνη του να «πιάνει» τα μήλα. Της άρεσε κι αυτό το παιχνίδι, την ησύχαζε. Η ομάδα της ήταν η τυχερή που την είχε. Η αντίπαλη ομάδα σκύλιαζε. Μαζεύονταν τα αγόρια της πέμπτης και της έκτης και εκσφενδόνιζαν τη μπάλα με λύσσα. Να μην την πιάσει. Να της πεταχτεί μέσα από τα χέρια, ή έστω να την πονέσει το χτύπημα αν την πετύχει. Η Δημητρούλα δε χαμπάριαζε. Τα μάτια της καρφωμένα στους απέναντι καιροφυλακτούσαν να προβλέψουν κάθε τους κίνηση. Με το που εκτοξευόταν από τα χέρια τους η μπάλα, είχε ήδη υπολογίσει αστραπιαία την καμπύλη εκτίναξής της. Ελισσόταν αριστοτεχνικά, έσκυβε, έστριβε, στριφογύριζε, έπεφτε, αστραπιαία σηκωνόταν, στο γόνατο η γρατζουνιά μάτωνε, έτσουζε, σημασία δεν έδινε, δευτερόλεπτο δεν έπαιρνε το βλέμμα από τη μπάλα, ξεφώνιζε, αναψοκοκκίνιζε, φούντωνε, τιναζόταν, τεντωνόταν, πηδούσε και «χοπ»: να το μήλο! Από τον καιρό που ανακάλυψε την κλίση της σε αυτό το παιχνίδι και στο τρέξιμο –κι εκεί διακρινόταν στο σχολειό της στα Μάρμαρα- αδημονούσε να πάει στο σκολειό.

Δεν ήταν έτσι από την αρχή. Τις δύο πρώτες χρονιές που πήγε στα Μάρμαρα, δεν το ήθελε το σχολείο. Και πιο πολύ την τρόμαζε ο συμμαθητής της, ο «Σιχαμένος». Διονύση τον έλεγαν στην πραγματικότητα, « Σιχαμένο» τον έλεγε αυτή στη σκέψη της. Ο Διονύσης λοιπόν, που η καταγωγή του ήταν και αυτού από τα Αρφαρά, αλλά η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Μάρμαρα πριν λίγα χρόνια κι εξασφάλιζαν πλέον τα προς το ζην δουλεύοντας εργάτες στα ξένα χτήματα, ο Διονύσης, ένα μεγαλόσωμο αγόρι της έκτης, που ήταν ψοροφαντασμένος και όλους «βλάχους» τους έλεγε, μια μέρα που η Δημητρούλα φόρεσε στο σχολείο τα καινούρια της υπέροχα μουσταρδί μποτάκια ( ήταν κάπως μεγάλα βέβαια γιατί η ξαδέρφη της, που τής τα είχε δώσει αφού δεν της έκαναν πια, πήγαινε ήδη στο Γυμνάσιο, αλλά τι πείραζε που ήταν μεγαλύτερα, η μαμά της τής είχε γεμίσει το κενό μπροστά από τα δάκτυλα με βαμβάκι και δεν της έπλεαν), τη μέρα εκείνη λοιπόν που η Δημητρούλα έριχνε κλεφτές θαυμαστικές ματιές στα παπούτσια της, ο Σιχαμένος μάζεψε πολλά παιδιά -ποια ήταν ούτε που μπόρεσε να θυμηθεί- που δασκαλεμένα την περικύκλωσαν κι αυτός ακινητοποιώντας την στάθηκε πλάγια μπροστά της κι επιδεικτικά-επιδεικτικά πάταγε για ώρα το μπροστινό μέρος του παπουτσιού της και στριφογύριζε επάνω του το δικό του παπούτσι, μπροστά στην κατενθουσιώδη ομήγυρη των συμμαθητών κι η Δημητρούλα κοκαλωμένη από την κατάπληξη, το φόβο της και τη ντροπή  ούτε που σκέφτηκε να παραστήσει πως πονούν τα δάκτυλά της κι αυτός πανηγύριζε θριαμβευτικά «Δε σας το ‘λέγα, άδειο το παπούτσι» και η ομήγυρη επευφημούσε κι η Δημητρούλα να άνοιγε η γη να την καταπιεί… Μα τώρα η ομήγυρη επευφημούσε για της Δημητρούλας τα πολλά τα «μήλα» και την έλκυε πολύ η προοπτική να πάει από Δευτέρα στο κάτω της σχολειό.

Στο σπίτι της στα Αρφαρά οι μεγάλοι προετοιμάζονταν για την ετήσια χειμερινή μετακόμιση. Πέρα αργά την άνοιξη θα ξανάρχονταν πάλι. Ο παππούς είχε ήδη κατεβάσει το πρώτο φορτίο στα Μάρμαρα. Καβάλα στον Ψαρή αυτός, φορτωμένη η Κανέλλα από πίσω, το πρώτο δρομολόγιο είχε γίνει από μέρες. Το βουτσί με το κρασί, το βαρελάκι με το ξύδι, ο ντενεκές με το τυρί, το κιούπι με τις μελιτζάνες και τις πιπεριές τουρσί, τα βάζα με την πάστα, οι μυζήθρες, το σακί με το στάρι για το μύλο, οι σακουλοπάνες με τα τουτουμάκια και τον τραχανά, το σκαφίδι για το ζύμωμα, η πινακωτή και το φτυάρι, η τσίγκινη λεκάνη για τα ρούχα, το τσουβάλι με το σαπούνι είχαν ήδη μεταφερθεί. Τώρα οι γυναίκες έφτιαχναν τα τέντζια. Στο δάπεδο της αυλής έστρωσαν ανοιχτά τα δυο μεγάλα υφαντά μάλλινα σεντόνια της πεθεράς της γιαγιάς –μόνο για τα τέντζια τα χρησιμοποιούσανε πια- και έριχναν μέσα ό,τι μπορούσε να δεθεί σε μπόγο, όπως κουρελούδες, υφαντά για το πάτωμα, κουβέρτες, το πάπλωμα, τα σεντόνια, πετσέτες, όλο το ρουχισμό που προοριζόταν για ένδυση, παπούτσια, ή πράγματα της οικοσκευής που ήταν μικρά σχετικώς: μαχαιροπίρουνα, βιβλία και τετράδια, το ματσάκι με το τσάι και το άλλο με τη ρίγανη, το σουρωτήρι, την κρησάρα κι ό,τι άλλο χρειαζούμενο έπρεπε να μεταφερθεί. Οι άντρες συγυρίζανε τις κότες. Τις γίδες, την προβατίνα και τα κουνέλια τα είχαν ήδη μετακινήσει σε προηγούμενο δρομολόγιο. Ο πατέρας έπιανε τις κότες, που φτεροκοπούσαν κακαρίζοντας τρομαγμένες. Ο παππούς τούς έδενε τα πόδια και τις κρέμαγε  μία μία ανάποδα από τις δυο ανεμόσκαλες που είχε στερεώσει δεξιά και αριστερά στο σαμάρι του αλόγου.  Οι κότες τινάζονταν μια δυο φορές κρεμασμένες όπως ήταν με το κεφάλι κάτω και ησύχαζαν μετά. Τα τέντζια είχαν ολοκληρωθεί, οι άκρες του σεντονιού σφιχτοδεμένες είχαν ασφαλιστεί επιπλέον και με σκοινί, τα τέντζια φορτώθηκαν και δέθηκαν επάνω στο σαμάρι, οι άντρες ξεκίνησαν πεζή για το νέο δρομολόγιο, εννιά χιλιόμετρα, μα ευτυχώς, κατήφορος.

Την Κυριακή το μεσημέρι κατέβηκαν και τα γυναικόπαιδα. Με αμάξι αυτή τη φορά, εύκολα πράγματα. Και η ζωή πήρε τη χειμερινή της ροή. Οι μεγάλοι καθημερινά για τις ελιές στα Παλιοκάτωνα, τα παιδιά στο σχολείο, το Σαββατόβραδο λούσιμο, την Κυριακή σχόλη, μοσχοβολιστό κοκκινιστό και  «μήλα» άφθονα για τη Δημητρούλα.

Θα είχαν περάσει και δύο μήνες, που μια μέρα στο μάθημα της Φυσικής Ιστορίας ο δάσκαλος παράδωσε για το πεύκο. Μίλησε για τα κωνοφόρα και τα είδη τους, για τη μορφή του πεύκου, για τα «φύεται και ευδοκιμεί»,  για το ρετσίνι, για τις κουκουνάρες… ήρθε η ώρα να μιλήσει και για τον καρπό του πεύκου. Ο δάσκαλος ήταν μερακλής, του άρεσαν οι ερωτήσεις και το μάθημα το συμμετοχικό. « Και μήπως ξέρει κανένας από εσάς πως λέγονται οι καρποί του πεύκου;» ρώτησε όλο ενδιαφέρον. Που να το ξέρουν αυτό τα παιδιά που πήγαιναν μόνο στα Μάρμαρα σχολείο! Μα τα παιδιά των Αρφαρών –και ήταν οκτώ- όλα το ήξεραν. Τα χέρια σηκώθηκαν με αδημονία.

« Κύριε, κυρ, κύριε κυρ».

Ο δάσκαλος αργούσε να πει. Είχε εκπλαγεί από το Γιάννη τον Κούμαρη. Ο Γιάννης, που είχε κι αυτός κατέβει από τα Αρφαρά, ήτανε ένα ιδιαιτέρως μαζεμένο παιδί. Λοβό, καχεχτικό. Και τραυλό. Με ξυρισμένο γουλί το κεφάλι γιατί πρόσφατα είχε ψείρες. Αδύναμο παιδί. Πέμπτη τάξη και ακόμα συλλάβιζε δεινά. Φτωχή οικογένεια, αγράμματη, ποιος ασχολιότανε με το συλλαβισμό! Η γηπεδιαία ιαχή «Κύριε κυρ, κύριε κυρ» συνεχιζόταν αδιάλειπτη. Τα σηκωμένα χέρια πετάγονταν ψηλά και μπροστά, θαρρείς να μπουν στο μάτι του δασκάλου. Ο Γιάννης ασυγκράτητος χειρονομούσε ακόμα πιο δυνατά. Ανασήκωσε όλο του το σώμα μάλιστα, πατώντας στο υποπόδιο του ξύλινου θρανίου για να είναι πιο ψηλός από τους άλλους. Τα μάτια του είχαν τη φωτιά της ικεσίας « Κυρ κυρ κυρ κυρ κυρ» Από το στόμα του πετιόντουσαν σάλια.

Πες μας Γιάννη, αποφασίζει κεραυνοβολημένος ο δάσκαλος με βλέμμα διάπυρο από την προσμονή.

 ΦΟΥΝΤΟΥΟΥΟΥΚΙΑ κύριε! βροντοφωνάζει ολοπερήφανος  ο Γιάννης!

Στην αίθουσα πλήρης ακινησία, ανάσα κομμένη κεραυνόπληκτου περιηγητή.

Να ήταν η έκφραση του δασκάλου –κιχ δεν έβγαλε ο καψερός-, να ‘ταν τα αόρατα κύματα αμηχανίας, συντριβής θαρρείς, που διαχύθηκαν στο δωμάτιο από το σώμα του; ό,τι και να ΄ταν, ο Γιάννης κάθισε στο θρανίο του  αργά-αργά, ξεφουσκωτά-ξεφουσκωτά, σαν σε πλάνο από ταινία σινεμά που δείχνει τη σκηνή αμέσως μετά την έκρηξη. Ο τοίχος δεν ανάσαινε, ο δάσκαλος δεν ανάσαινε, οι μαθητές δεν ανάσαιναν. Ο Σιχαμένος δεν ανάσανε καν… Ούτε τότε ούτε μετά!

Η Δημητρούλα ζάρωσε ζεματισμένη στο κάθισμα. Τα μάγουλά της κατακοκκίνισαν. Είχε υποψιαστεί. Ο κόμπος κατέβηκε από το λαρύγγι στο στομάχι. Ευτυχώς που δεν έβαλε ο «κύριος» αυτήν να απαντήσει. Στο διάλειμμα, όταν τα παιδιά σπρώχνονταν να βγουν στο προαύλιο, έμεινε σκόπιμα λίγο πίσω, να εξασφαλίσει απόσταση από το Γιάννη που προπορευόταν. Άρχισε να τον αποφεύγει συστηματικά. Τι δουλειά  είχε αυτή με τα παιδιά των Αρφαρών που νόμιζαν ότι το πεύκο κάνει φουντούκια;    

Τη μέρα εκείνη η Δημητρούλα τα απογείωσε τα  «μήλα»! Έπαιξε σύψυχη με τον υφέρποντα πανικό του πολιορκημένου. Με αυταπάρνηση. Με φανατισμό. Όλα για όλα για τη νίκη! Τα «μήλα» έπαψαν να είναι ένα αθώο παιδικό παιχνίδι με τη μπάλα. Έγιναν ο διαρκής αγώνας του πολίτη για την εξασφάλιση μιας αποδεκτής κοινωνικής ταυτότητας…

Σοφία Αποστολοπούλου

Μνήμες από το πρώτο μισό του 20ου αιώνα: Ο τρύγος

Λιάσιμο σταφίδας 2022.

Ο τρύγος της σταφίδας

Ο Αύγουστος ήταν ο μήνας του τρύγου της σταφίδας. Πρώτα-πρώτα ετοίμαζαν τ’ αλώνια. Έκοβαν τα χορτάρια και στη συνέχεια έχριζαν το έδαφος με ένα μίγμα αγελαδινής κοπριάς και ασπροχώματος. Όταν ξεραινόταν αυτό το επίχρισμα, τα αλώνια ήταν έτοιμα για χρήση. Επίσης ετοίμαζαν τα γαλίκια. Τα γαλίκια ήταν μεγάλα καλαμένια καλάθια με δυο χερούλια. Συνήθως τα έπλεκαν οι γύφτοι. Τα έντυναν εσωτερικά με λινάτσα, για να μην αγγίζει κατά τη συγκομιδή η σταφίδα στα καλαμένια τοιχώματα και πληγώνεται. Οι τρυγητές έκοβαν προσεχτικά με ψαλίδα τον καρπό από το κοτσάνι και τον τοποθετούσαν μέσα στα γαλίκια με το κοτσάνι προς τα επάνω. Κάποτε έβαζαν και εργάτες, κυρίως όμως έκαναν δανεικά. Όταν γέμιζαν τα γαλίκια, τα φορτώνονταν στον ώμο και τα κουβαλούσαν ή στα αλώνια ή στους ήσκιους (λιάστρες ). Οι τελευταίοι αποτελούσαν συνήθως μόνιμες, στεγασμένες, συχνά με τσίγκο, κατασκευές επάλληλων σειρών από στύλους-παλούκια,  στους οποίους είχαν στερεώσει σύρμα, όπως στη απλώστρα ρούχων. Από δω και πέρα αναλάμβανε ο απλωτής να κρεμάσει, να απλώσει ένα- ένα τα τσαμπιά στα σύρματα του ήσκιου. Κατά το άπλωμα ξεχώριζε τα τσαμπιά που δεν είχαν καλά ωριμάσει και τα άπλωνε ξεχωριστά στ’ αλώνια. Αυτά έδιναν κατώτερη ποιότητα σταφίδας και φυσικά η τιμή της ήταν χαμηλότερη.

Συχνά οι ήσκιοι- λιάστρες δεν ήταν κοντά και δε γινόταν τα γεμάτα γαλίκια να μεταφερθούν στον ώμο. Τότε έμπαινε στον αγώνα ο κυρ Μέντιος, ο γάιδαρος. Προσάρμοζαν εκατέρωθεν του σαμαριού από μία σανίδα, ανέβαζαν εκεί τα γαλίκια, ένα σε κάθε σανίδα, τα έδεναν με σκοινί στο σαμάρι και μετέφεραν τη σταφίδα για άπλωμα. Τώρα αναλάμβανε ο αυγουστιάτικος ήλιος να ψήσει τους καρπούς. Χρειάζονταν αρκετές μέρες να γίνει αυτό. Καλό, πάντως, ήταν να έχει ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία το αργότερο μέχρι τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη. Ως τότε η μέρα είχε μικρύνει αρκετά, ο ήλιος είχε χάσει τη λάβρα του, τα πρωτοβρόχια απειλούσαν και η σταφίδα δεν έπρεπε να βραχεί. Φυσικά δεν έλειπαν οι αυγουστιάτικες μπόρες. Οι νοικοκυραίοι έτρεχαν να σκεπάσουν τους ήσκιους και τ’ αλώνια με τα σταφιδόπανα. Τα σταφιδόπανα ήταν ειδικά πανιά από χοντρό υπόλευκο ύφασμα. Τα πανιά αυτά έφεραν στις δύο μεγάλες πλευρές, κατά διαστήματα, κρίκους με σκοινί, το οποίο έδεναν σε πασαλάκια, που είχαν μπήξει κατά μήκος του ήσκιου- λιάστρας, καθώς και των αλωνιών. Ο λόγος προφανής, για να μη βουλιάξει το πανί κι αγγίξει πάνω στη σταφίδα και για να μην το πάρει ο αέρας.  

Όταν ολοκληρωνόταν το ψήσιμο, τη μάζευαν σε σωρούς με ειδικές πιρούνες κατά τρόπο ώστε τα τσάμπουρα να βρεθούν στην επιφάνεια και να τα απομακρύνουν. Όσες ρώγες ήταν ακόμα κολλημένες στο τσαμπί και χρειάζονταν λίγο λιάσιμο ακόμα, τις έβαζαν στην πινακωτή, ένα ξύλινο τεράστιο τετράγωνο ταψί, και τις εξέθεταν στον ήλιο για λίγες μέρες.   Η εργασία του καθαρίσματος και μαζέματος γινόταν πολύ πρωί, ή αρκετά μετά τη δύση του ήλιου, για να έχει κρυώσει η σταφίδα. Ύστερα, ξερή πλέον σε σακιά φορτωμένα σε ζώα, την κουβαλούσαν στην Αιγείρα στις αποθήκες, απ’ όπου την παραλάμβανε ο ΑΣΟ (Ανώνυμος Σταφιδικός Οργανισμός), που είχε ιδρυθεί το 1925, και την προωθούσε προς εξαγωγή. Ήταν η περίφημη “κορινθιακή σταφίδα”, η μαύρη. Οι καλύτερες σταφίδες ήταν στα Παλιοκάτονα και κυρίως στη Βρομόβρυση. Για πολλές δεκαετίες η “κορινθιακή σταφίδα” αποτελούσε εξαιρετικά προσοδοφόρο προϊόν.

Ο τρύγος των αμπελιών

Μπαίνω μες στ’ αμπέλι μπαίνω σα νοικοκυρά.

Να κι ο νοικύρης που ‘ρχεται κοντά.

-Ελα, νοικοκύρη, να τρυγήσουμε,

κόκκινα σταφύλια να πατήσουμε,

πεντ’ έξι βαρελάκια να γεμίσουμε.

(τοπική παραλλαγή)

Άποψη αμπελώνων 2022

Αμπελόκηποι: Τι άλλο από αμπέλια- αμπελώνες-σταφύλια, κυρίως κρασοστάφυλα, παραχωρήτη, ροδίτη, φιλέρι, κοκκινοφίλερο, μαυρούδι και άλλες ποικιλίες, χαρακτηρίζει την παραγωγή αυτού του χωριού; Κι ενώ Τρυγητής είναι ο Αύγουστος, για τ’ Αρφαρά, που είναι ορεινή περιοχή, Τρυγητής είναι ο Σεπτέμβρης, ακόμη κι ο Οκτώβρης.

“Θέρος, τρύγος, πόλεμος”, λέει η παροιμία. Λένε μερικοί πως καθεμιά από αυτές τις γεωργικές εργασίες χρειάζεται τη συμμετοχή πολλών, για να οδηγήσουν σε θετικά και γρήγορα αποτελέσματα. Άλλοι την ερμηνεύουν διαφορετικά, δηλαδή το θέρος (θερισμός) και ο τρύγος είναι σαν τον πόλεμο: Aπαιτούν πολλά χέρια, γρηγοράδα και στρατηγική, γιατί σπουδαίο ρόλο παίζουν και οι καιρικές συνθήκες. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται πως από την αρχή του θερισμού μέχρι το τέλος του τρύγου οι γεωργικές εργασίες δεν σταματούν και δεν αφήνουν περιθώρια για χάσιμο χρόνου. Πραγματικός πόλεμος.

Έπρεπε να ωριμάσουν καλά τα σταφύλια, για να έχει “γράδο” ο μούστος και να γίνει καλό κρασί. Με τον όρο “γράδο” εννοούσαν την περιεκτικότητα σε σάκχαρα που υπήρχαν στο μούστο. Για να το διαπιστώσουν αυτό, χρησιμοποιούσαν ειδικό όργανο. Το ”γράδο” ήταν καλό να κυμαίνεται μεταξύ 11 και 11.5 βαθμών. Όταν το “γράδο” ήταν λιγότερο από το κανονικό, έριχναν στο μούστο, όταν τον έβαζαν στα βαρέλια, ξερή, μαύρη (κορινθιακή ) σταφίδα. Θυμάμαι, μια χρονιά έβαλαν και ζάχαρη κανονική. Όμως το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο.  Αν τύχαινε να πιάσουν νωρίς τα πρωτοβρόχια, είχαν αρνητικές επιπτώσεις στα σάκχαρα και συχνά τα σταφύλια σάπιζαν. Και τότε αλίμονο…

   Ετοιμασίες, λοιπόν, για τα “τρυγάμπελα”: Πρώτα- πρώτα έπρεπε να καθαριστεί ο ληνός. Ο ληνός ήταν μια μικρή τσιμεντένια δεξαμενή, χτισμένη σε μια άκρη της αυλής του σπιτιού. Στο κάτω μέρος της μιας πλευράς είχε ενσωματωμένη μεταλλική κάννουλα. Η κάνουλα έτρεχε μέσα στο λιμπί, μια αρκετά μεγάλης χωρητικότητας γούβα στη βάση του ληνού, που ήταν στεγανοποιημένη με τσιμέντο. Επάνω στο ληνό στερέωναν το πατητήρι. Το πατητήρι ήταν σανιδένιος κάδος, που μεταξύ των σανίδων υπήρχε κενό.

Ο τρύγος άρχιζε. Όλοι βοηθούσαν, ακόμη και οι μικροί, γιατί ο τρύγος των αμπελιών δεν απαιτούσε την προσοχή και τη σχολαστικότητα του τρύγου της σταφίδας. Έκοβαν με την ψαλίδα τα κοτσάνια των σταφυλιών από τα κλίματα και έβαζαν τα σταφύλια σε μεγάλα καλάθια, τα φόρτωναν στα ζώα και κατευθείαν στο πατητήρι του ληνού κι ακολουθούσε το πάτημα. Πολλοί μετέφεραν στ’ αμπέλια μεγάλους ξύλινους κάδους ή σκάφες, στερέωναν επάνω το πατητήρι, άδειαζαν εκεί τα σταφύλια και τα πατούσαν. Κατόπιν με ασκιά και με αδιάβροχα σακιά τα φόρτωναν στα ζώα, τα έφερναν και τα άδειαζαν στο ληνό. Το πάτημα των σταφυλιών γινόταν κυρίως από άνδρες. Συχνά κάποια μικρά σταφυλάκια, κρυμμένα μέσα στ’ αμπελόφυλλα, γλύτωναν από την ψαλίδα. Ήταν τα καμπανάρια- τροφή για τα πουλιά και τις αλεπούδες. Ακόμη αποτελούσαν ευχάριστη έκπληξη για τον αγροφύλακα, που γύριζε όλο το χρόνο στις εξοχές.

Όταν τελείωνε ο τρύγος αλλά και ενδιάμεσα, γινόταν το “άρμεγμα”. Από την κάνουλα δηλαδή του ληνού έβγαζαν ένα μέρος του μούστου και το έριχναν στα πλυμένα κρασοβάρελα. Τα κρασοβάρελα ήταν ξύλινα, εννοείται ότι τα τοποθετούσαν οριζόντια. Στη μέση του επάνω μέρους υπήρχε ένα κενό, μια οπή. Από εκεί έριχναν το μούστο. Όταν τελικά έβγαινε όλος ο μούστος, έμεναν μέσα στο ληνό τα στέμφυλα (τσίπουρα ). Από δω και πέρα ακολουθούσε το στρίφλιασμα, το στύψιμο δηλαδή, γιατί τα στέμφυλα συγκρατούσαν αρκετή ποσότητα μούστου. Τα τοποθετούσαν, λοιπόν, στη στρίφλα (πιεστήριο) και με την πίεση έβγαζαν όλο το μούστο, ο οποίος ήταν κατώτερης ποιότητας. Στη συνέχεια τον έβαζαν στα βαρέλια.

Φυσικά πριν βάλουν το μούστο στα βαρέλια, τον περνούσαν από κόσκινο – σουρωτήρι, για να συγκρατήσει ό,τι ήταν περιττό. Στο εσωτερικό του ληνού, στο μέρος που ήταν η κάννουλα, είχαν ήδη τοποθετήσει και στερεώσει φίλτρο, για να συγκρατεί ό,τι μπορούσε να εμποδίσει τη ροή του μούστου. Το φίλτρο ήταν ένα μεγάλο μάτσο από σκυλαφάνες (αγκαθωτός θάμνος ). Στ’ Αρφαρά υπήρχαν άφθονες στις εξοχές. Κι ήταν ένα καταπληκτικό …σουρωτήρι. Όταν ο μούστος βρισκόταν στα βαρέλια, έκλειναν χαλαρά την οπή στο επάνω μέρος του βαρελιού. Η ζύμωση άρχιζε…

Από εδώ και πέρα, μέχρι να γίνει ο μούστος κρασί, “ έχει δουλειά πολλή”. Καλά κρασιά!

Άποψη αμπελιών το χειμώνα

Σταφύλια για το χειμώνα

      Κατά τον τρύγο ξεχώριζαν τους πιο ώριμους και γερούς ροδίτες, πρόσεχαν να μην σπάσουν οι ρόγες και τους έφερναν στο σπίτι. Τους έδεναν δυο -δυο με σπάρτο ή με σκοινάκι από το κοτσάνι και τους κρεμούσαν στην οροφή ενός δωματίου από μικρά καρφάκια, τα οποία είχαν καρφώσει γι’ αυτό το σκοπό στα πάτερα  του ταβανιού. Μπορούσαν να διατηρηθούν μέχρι το Μάρτη και περισσότερο ακόμα. Έτσι η οικογένεια είχε  σταφύλια όλο το χειμώνα τότε.

Το πετιμέζι

Για το πετιμέζι χρησιμοποιούσαν τον καλύτερο μούστο από τα πιο γλυκά σταφύλια. Προτιμούσαν τους ροδίτες. Τον έπιαναν τη στιγμή που έβγαινε από το πατητήρι. Ύστερα τον περνούσαν από σουρωτήρι και χωρίς καθυστέρηση, πριν αρχίσει η ζύμωση, άρχιζε η διαδικασία παρασκευής του πετιμεζιού. Άδειαζαν το μούστο σε κασσιτερωμένο καζάνι, άναβαν φωτιά στην αυλή, τοποθετούσαν την πυροστιά κι ανέβαζαν επάνω το καζάνι. Κοσκίνιζαν καλή στάχτη από γερά ξύλα, απόφευγαν τη στάχτη από πευκόξυλα, καρυδόξυλα κι από φρύγανα. Άδειαζαν δυο γεμάτα ποτήρια σε τουλπάνι, το έβαζαν στο καζάνι με το μούστο και μόλις το υγρό  ζεσταινόταν καλά, απομάκρυναν τα ξύλα κάτω από το καζάνι και άφηναν το μούστο να κατακαθίσει η ψίχα των σταφυλιών όλη νύχτα. Την άλλα μέρα μετάγγιζαν το μούστο σε καθαρό σκεύος προσέχοντας να μη ρίξουν και τα κατακάθια, τον έβραζαν και αφαιρούσαν και τον αφρό που σχηματιζόταν στην επιφάνεια. Εννοείται πως η φωτιά έκαιγε ασταμάτητα και σιγά-σιγά ο μούστος λιγόστευε και γινόταν πηχτός σα σιρόπι. Το σιρόπι αυτό φυλαγόταν όλο το χρόνο σε γυάλινες μεγάλες μπουκάλες και το χρησιμοποιούσαν ως γλυκαντικό. Άλλοτε το άπλωναν πάνω στις φέτες ψωμιού που τις έτρωγαν τα παιδιά, άλλοτε το έφτιαχναν μουσταλευριά. Μερικές φορές το έριχναν στην κολοκυθόπιτα, αν αυτή ήταν φτιαγμένη χωρίς τυρί αλλά με σταφίδες. Γινόταν η λεγόμενη γλυκιά κολοκυθόπιτα. Κάποιες φορές έφτιαχναν με τη μουσταλευριά τα σουτζούκια, δηλαδή αρμαθιές με καρύδια περασμένα σε σπάγκο, που τις βουτούσαν πολλές φορές μέσα στη χοχλαστή ακόμα μουσταλευριά και τις κρέμαγαν να στεγνώσουν και να στερεοποιηθεί η μουσταλευριά των επιστρώσεων.  Μερικές φορές μέσα στο πετιμέζι έβραζαν φρούτα, αχλάδια, μήλα, ώστε να κάνουν γλυκό κουταλιού χωρίς να ρίξουν ζάχαρη. Με την ευρηματικότητα των νοικοκυρών τα σπίτια στους καλούς καιρούς δε στερούνταν λιχουδιές και γαστρονομικές απολαύσεις,  παρά τη χαμηλότατη αγοραστική δυνατότητα των χωριανών.

Σύνταξη κειμένου: Μαρία Αποστολοπούλου-Κοντού