Εκείνος ο Νοέμβριος του ’58 κύλαγε βροχερός στην περιοχή των Αρφαρών, φούσκωσε καλά ο τόπος, το ποτισμένο χώμα των σιταροχώραφων παραδόθηκε μαλακωμένο στη σπορά και στο όργωμα. Ο Παναγιώτης, το ψιλόλιγνο δεκαοκτάχρονο παλικαράκι του συγχωρεμένου του Αλέξη Γιαννόπουλου, έφθασε με το ξημέρωμα στην « Ασπρηχώρα ». Το όργωμα σήμερα προβλεπόταν ιδιαίτερα δύσκολο. Πολύ κατωφερές το χωράφι, μεγάλη η κλίση του, να «σου λιανίζονται τα κόκκαλα » και στη σπορά και στο θέρο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κατέληγε και σε γκρεμό. Γκρεμό βραχώδη, απότομο και φοβιστικό. Έτσι, για να σου υπενθυμίζει συνέχεια ότι ένα γλίστρημα, ένα αχάμνυμα του λογισμού και «πας καλιά σου», χάθηκες! Μα ούτε λόγος να μείνει χέρσο το χωράφι, η προοπτική του γεμάτου με σιτάρι κασονιού στο κατώι ήταν απαραίτητη εγγύηση ασφάλειας και αδιαμφισβήτητη μονάδα μέτρησης του εκτοπίσματος του νοικοκυριού, όχι μόνο για τη δική του οικογένεια, αλλά για όλες τις οικογένειες του χωριού.
Ξεκαβαλίκεψε με ένα σάλτο στη βραγιά ο Παναγιώτης και έζεψε σβέλτα τα μουλάρια του. Μαθημένα από χρόνια αυτά, συνεργάζονταν υπομονετικά, κουνώντας αργόσυρτα τις ουρές τους και φρουμάζοντας μαλακά. Στερέωσε γερά στην αλετροπόδα το σταβάρι ρυθμίζοντας τη γωνία και το ύψος από τη σπάθη, στερέωσε το υνί, σύνδεσε το αλέτρι με το ζυγό, έσιαξε τα λουριά και τις ζέβλες, τις στερέωσε στο λαιμό των ζώων πιάνοντάς τις από τις λαιμαριές, έλεγξε τις αλυσίδες, έσκυψε στην άκρη που είχε ακουμπήσει τα σαμάρια και τα υπόλοιπα χρειαζούμενα, ήπιε μια δυο γουλιές νερό από το φλασκί, έτσι για την ιεροτελεστία, ζαλώθηκε τον τορβά με τον καρπό, τον έριξε σπαρτά σε μια σποριά τόπο, έπιασε τέλος από κάτω το καμουτσίκι, έριξε μια πανοραμική ματιά στον τόπο γύρω και « εεεε έεεπ! » έδωσε στα ζώα το σύνθημα εκκίνησης.
Πολύ του άρεσε του Παναγιώτη η ώρα εκείνη, τον εύφραινε βαθιά το μαλακά διαχεόμενο φως στον ορίζοντα πίσω από τον ορεινό όγκο της Ευρωστίνης, η απρόσκοπτη θέα των χωραφιών από την πλαγιά, η δροσερή υφή του παλλόμενου αέρα στο μέτωπο και η μυρωδιά πάνω από όλα, άρωμα βαθύ φρεσκοσκαμμένου νωπού χώματος, καθησυχαστική ευωδιά κόρφου μητρικού: «Μη σε νοιάζει» ψιθύριζε στο ζευγολάτη η γη, «εγώ είμαι εδώ, δε σε αφήνω να πεινάσεις…»! Κι αποξεχάστηκε ο νεαρός να ακολουθεί πίσω από τα ζώα το αλέτρι, κρατώντας γερά με το ένα του χέρι τη χειρολαβή, ώστε να μένει το αλέτρι στη θέση του και με το άλλο τα χαλινάρια, ώστε να κατευθύνονται τα δυο καματερά. Πότε πότε κουνούσε στον αέρα το καμτσίκι, συχνά πυκνά τραβούσε το υνί να το ξεκολλήσει από το χώμα- το χώμα ήταν βαρύ από την πρόσφατη βροχή και σβόλιαζε. Θα έπρεπε να ήταν καλύτερα στραγγισμένο, μα δεν υπήρχε χρόνος για άργητα, με τις πολλές βροχές είχε μείνει πίσω η σπορά. Άλλοτε πάλι έσκυβε να ξύσει τα χώματα από το υνί, ή να πετάξει καμιά μεγάλη πέτρα στην άκρη κι οπωσδήποτε να καθαρίσει τις αρβύλες του από τη λάσπη –όταν κολλούσε πολλή, το περπάτημα βάραινε επώδυνα και το αριστερό του ισχίο δεν ήταν για μεγάλη ταλαιπωρία. Δυο χρόνια πριν οικονόμησε μια βαριά ισχιαλγία, από το όργωμα πάλι. Έφτανε ο ζευγολάτης με το ζευγάρι έως την άκρη του χωραφιού δημιουργώντας μια βαθιά αυλακιά καρπερού ασπροχώματος, ξαναγύριζε προς τα πίσω, ο σπόρος σκεπαζόταν με το χωμάτινο πάπλωμα, πετούσαν τρομαγμένα τα σπουργίτια που ακολουθούσαν με επιμονή πεινασμένου, αβγάτιζαν τα αυλάκια, ίδρωναν και ξεΐδρωναν τα ζώα, ο ήλιος είχε πλέον σηκωθεί, ίδρωνε κι ο Παναγιώτης, έσιαζε το σκουφί του πιο καλά στο κεφάλι και συνέχιζε μηχανικά τη σπορά απορροφημένος στις σκέψεις του.
Εδώ και πέντε μήνες που τέλειωσε το σχολειό, αναπαμό το μυαλό του δεν έβρισκε. Αποβραδίς αποκοιμιόταν ησυχασμένος. « Το αποφάσισα, θα δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο! Δεν είναι ο κάματος του αγρότη η αγάπη μου, τα γράμματα αγάπησα, καρδιά δε μου κάνει να τα εγκαταλείψω» Και μεταξύ ύπνου και ξύπνου άγγιζε ανιχνευτικά το εσωτερικό της παλάμης τού ενός χεριού με τα ακροδάχτυλα του άλλου. Όλο ρόζοι και φουσκάλες. Το δέρμα σκληρό, τσαρούχι. Και ήταν μόλις δεκαοκτώ. « Το πρωί θα κάμω την κουβέντα στη μητέρα. Θα της κακοφανεί στην αρχή, μα με τον καιρό…» Και τον έπαιρνε γλυκά ο ύπνος με ένα ανακουφισμένο μειδίαμα στο πρόσωπο και τη φαντασίωση περιποιημένων μαλακών χεριών που γυρνούν προσεκτικά τις σελίδες βιβλίων.
- Φωτογραφία;Βασιλική Γιαννοπούλου
Το πρωί το μυαλό του γύρναγε. Η μάνα, σηκωμένη αχάραγα είχε ήδη αναπιάσει το ψωμί, είχε παχνίσει τα ζωντανά, του έβαζε στο τραπέζι μπροστά του τον καφέ και μια γερή φέτα αλειμμένη με πετιμέζι κι ετοίμαζε το ταγάρι με τα χρειώδη για κοντά. Ο Παναγιώτης παρατηρούσε τη γερασμένη μαυροντυμένη της φιγούρα, το άχαρο μακρύ κουμπωμένο σφιχτά στη λαιμόκοψη και στους καρπούς φουστάνι, τις μαύρες αδιαφανείς ως επάνω κάλτσες που έβαζε χειμώνα-καλοκαίρι, τη ρεμμένη μουντή πελερίνα στους ώμους (κάποτε, πριν βουτηχτεί στο λεβέτι με το καρυδόζουμο, είχε το γλυκό χρώμα ρωμαλέου ελιόφυλλου), έριχνε το βλέμμα του στη σφιχτοδεμένη γύρω από το κεφάλι θλιβερή μαντίλα -ενθύμια όλα απ’ τα αλισβερίσια του συζύγου και τριών από τα επτά παιδιά της με το θάνατο- και την ώρα εκείνη η βραδινή του απόφαση να της κουβεντιάσει για φευγιό αγκυλωνότανε κομπιαστικά στο λαιμό του.
Έστρεφε κατόπιν αθέλητα το βλέμμα στη μεγάλη καδραρισμένη φωτογραφία στον τοίχο απέναντι, του φαινόταν ότι έβλεπε ανεπαίσθητη θλίψη στου πατέρα το βλέμμα «Που πας;» σα να του ‘λεγε, «τι θα γένει το Γιαννοπουλαίικο το βιος; Δέκα χρόνια πάλευα στο σιδερόδρομο της Αμερικής για να το αβγατίσω, τι θα γένει το σπίτι μας το Γιαννοπουλαίικο; το ξέρεις, άλλος γιος δε μου μένει να διαφεντέψει τα κόπια μου και των προγόνων μου τα κόπια!»
Θα είχε οργώσει το μισό χωράφι, ο ήλιος είχε μεσουρανήσει σχεδόν, τα μπράτσα και τα πόδια του έτρεμαν από την κούραση, τα ζώα αγκομαχούσανε να βγάλουν τη ζυγιά. Στην άκρη του χωραφιού ήταν μια αγριαχλάδα, οδήγησε εκεί τα ζώα, τα ξέζεψε, έριξε στην πλάτη τους από ένα παλιό σάισμα, υφασμένο από γίδινη τρίχα, να μην κρυώσουν ιδρωμένα καθώς ήταν, τους έβαλε μπροστά τους λίγο καρπό, κριθάρι, για φιλοδώρημα. Κάθισε με τη σειρά του στην πέτρα κάτω από το δέντρο, έβγαλε να πιεί και να πάρει δυο χαψιές, ξεφύσηξε. Η ώρα πέρναγε, δεν τον απαγιάνταγε να χασομερήσει περισσότερο, άρχισε το όργωμα ξανά. Ο Γορίλας, το πιο μικρόσωμο κανελί μουλάρι, τσίνισε λίγο μα υποτάχτηκε στο ζυγό, καλόβολος πάντα του και συνεργάσιμος, πλην όμως αχαμνός κι αδύναμος, ο Μούργος είχε άλλη διάθεση, χλιμίντρισε δυο τρεις φορές εκνευρισμένος, ανασήκωνε το κεφάλι για να αποφύγει τη λαιμαριά, σηκώθηκε απειλητικός στα πισινά του πόδια. Συνηθισμένος να αντιμετωπίζει με υπομονή τη δυστροπία του, ο Παναγιώτης τον κατάφερε τελικά, το υνί μπήχτηκε στο χώμα, νέα αυλακιά ξεκίνησε, ο Παναγιώτης ακολουθούσε ενθαρρύνοντας κάθε τόσο τα ζωντανά του « Ντεεεεε Γορίλα, Ντέεειιι Μούργο».
Του άρεσε να ακολουθεί τα ζώα μηχανικά, εύρισκε την ευκαιρία να ονειροπολεί δίχως καμιά ενοχή, φαντάζονταν τάχα πως βρισκόταν στα έδρανα μιας κατάμεστης, ψηλοτάβανης, δροσερής αίθουσας, δίχως τον ήλιο να του τσουρουφλάει το σβέρκο, δίχως τη λάσπη να του κολλάει ασήκωτη στις αρβύλες. Ήταν καθισμένος τάχα σε ένα βολικό κάθισμα, η μέση τώρα δεν πονούσε, ο καθηγητής μπροστά στον πίνακα εξηγούσε με πάσα σοβαρότητα τη λειτουργία των οργάνων του σώματος, ο ίδιος κρατούσε αδιάκοπα σημειώσεις. Μετά, στην κάμαρή του, που διέθετε και λάμπα ηλεκτρισμού, έσκυβε με δέος στο χοντρό ιατρικό βιβλίο να διαβάσει. Και μάθαινε, μάθαινε… και κατανοούσε επιτέλους τα θαύματα της λειτουργίας του οργανισμού!
Η κουραστική ζυγιά έφτασε στο τέλος της, είχε λαχανιάσει, τα ζώα γόγγυζαν, έστριψε το αλέτρι να αντιστραφεί η φορά της άροσης, στη στροφή ο Μούργος τσίνησε, τίναξε ενοχλημένος το κεφάλι, ο Παναγιώτης του έριξε μια με το καμτσίκι στα καπούλια, νόμισε πως τον υπέταξε, άρχισε να οργώνει αντίστροφα, ο Μούργος άρχισε γρήγορο τροχασμό θυμωμένος, ο Γορίλας συμπαρασυρόταν, το υνί βουτούσε στον αέρα αντί στη γη, ο Παναγιώτης πάσχιζε να αποτρέψει την τρεχάλα, έμπηξε το υνί στη γη να σταματήσουν τα ζώα, οι φλέβες στα μπράτσα του φούσκωναν να σπάσουν. Οι φλέβες δεν έσπασαν, έσπασε η αριστερή αλυσίδα του ζυγού. Πήγε ασθμαίνοντας στη βραγιά, έφερε τα εργαλεία, έσκυψε να διορθώσει την αλυσίδα, από την κόχη της μύτης του ο ιδρώτας έσταζε στα χέρια, τη διόρθωσε, έδωσε εκ νέου πρόσταγμα εκκίνησης, το χάραγμα της αυλακιάς συνεχίστηκε, αυτός ακολουθούσε.
Του ήρθε στο νου μια σκηνή από την Κυριακάτικη Λειτουργία. Σαν απόλυσε η εκκλησιά και έφυγαν οι περισσότεροι, ξέμεινε πίσω η νύφη του Διονυσόπουλου με την πεθερά της και τα τέσσερα κοριτσάκια της. Πλησίασε η πεθερά τον παπά, του ψιθύρισε, ένευσε συγκαταβατικά ο παπάς, στάθηκαν οι γυναίκες μπροστά του,
Τα μουλάρια σέρνονταν, σήκωσε το καμτσίκι στα καπούλια τους…
τα κοριτσάκια, δύο, τριών, πέντε κι εξήμισυ χρονών κοίταζαν δειλά και περίεργα, έβαλε η νύφη στην κοιλιά το χέρι, διάβασε ο παπάς την ευχή, να γεννηθεί επιτέλους σερνικό στην οικογένεια! Να πάψει πια η κακοτυχιά, να βγει ο νέος Διονυσόπουλος! Ξενίστηκε ο Παναγιώτης.
Ένας χοντρός σβόλος χώμα τον πεδίκλωσε, έχασε προσωρινά την ισορροπία του, ο Μούργος κάρφωσε πεισματικά τα πόδια του στη γη, το αγόρι ισορρόπησε, τράβηξε δυνατά τα χαλινάρια…
Γνώριζε βέβαια την επιθυμία αρρενογονίας των οικογενειών. Γνώριζε και την ενοχοποίηση των γυναικών που γεννούσαν πολλά κορίτσια. Είχε προσέξει κάμποσες φορές ένα αίσθημα θριάμβου στην έκφραση νεαρών μητέρων που κράταγαν στην αγκαλιά το «σερνικό» και ένα αίσθημα ανησυχίας στις οικογένειες με τα πολλά κορίτσια!
Έσκυψε, έξυσε το υνί από τα χώματα, καθάρισε και τις αρβύλες του, που από τη λάσπη ζύγιζαν δυο οκάδες η μια…
«Λες να την τυράνναγε και τη μάνα του η εμμονή απόκτησης αρσενικού απογόνου; Αφότου έχασε τα δύο πρώτα της παιδιά που ήταν αγόρια, ακολούθησε η γέννηση τεσσάρων κοριτσιών κι ελπίδα για το γιο δεν υπήρχε, μια που είχε ξεπεράσει τα σαράντα πέντε. Λες, όταν – από θαύμα θαρρείς- τον γέννησε στα σαράντα επτά της, να εναπέθεσε στην παρουσία του -ως να επρόκειτο για καταθετικό λογαριασμό υπαρξιακής αυτοεπιβεβαίωσης- τα μοναδικά της συναισθήματα πληρότητας και ασφάλειας»;
Το υνί βρήκε σε πέτρα, τα μουλάρια τινάχτηκαν, το απότομο σφίξιμο του χαλινού έκανε να σκάσει η μεγάλη φουσκάλα στη βάση του παράμεσου, τον έτσουζε…
«Μπα, όχι! Δεν είχε φτώχεια στην ψυχή η μάνα του! Τις προάλλες, που παρατηρώντας τον περίσσιο κόπο που κατέβαλλε για τις κόρες της, μια περαστική συγχωριανή « Αει, μωρή καψο-Βασίλω» της έκανε «λες πως θα ματαλάβεις τις καλοσύνες που κάνεις στις τσούπες σου!»- «Άκου να σου ειπώ»! αντέτεινε η μάνα του « Δεν καρτερώ να ματαλάβω τις καλοσύνες, η αγάπη πάει τα μπρος, δεν τηράει πίσω η αγάπη»!»
Ο Γορίλας, ξεθεωμένος και αχαμνός δεν «τράβαγε», όλο ξέμενε, ο Μούργος έσερνε ξοπίσω του νευρικά και το αλέτρι και το άλλο ζωντανό, ο Παναγιώτης ίδρωνε να δώσει το ρυθμό…
«Κι αν έφευγε, τι θ’ απογίνονταν οι σταφίδες, τι οι ελιές, ποιος θα όργωνε, ποιος θα κλάδευε, ποιος θα ξελάκωνε, ποιος θα σκάλιζε, ποιος θα θέριζε, ποιος θα αλώνιζε;»
-Ντέιιιι Γορίλα! Ντέιιι Μούργο!
Ο Μούργος έξαφνα πήρε μισή στροφή και βάλθηκε να τρέχει δαιμονισμένος τον κατήφορο κατά το γκρεμό. Ο Παναγιώτης ακαριαία έμπηξε βαθιά στη γη το υνί να φρενάρει το επαναστατημένο ζωντανό, έσπασε η δεξιά αλυσίδα, στάση ξανά, επιδιόρθωση, ξεφύσημα, σκούπισμα του ιδρώτα από το κούτελο με την ανάστροφη του μανικιού.
-Ντέεεεεει, χώωωπ!
«Τάχατες οι εργάτες δε θα την γέλαγαν τη μητέρα του; Όσο και να είχαν την ανάγκη να τής δουλέψουν, όσο και να τους περιποιούνταν φιλεύοντάς τους κατσαρόλες γιαχνί μπακαλιάρο και νταμιτζάνες κρασί στο μεσημεριανό τους φαγητό…»
Η ανάσα του πιάστηκε, οι φλέβες εφούσκωσαν, θαρρείς να τιναχτεί λάβα το αίμα, τα μούσκουλά του τανήθηκαν στην προσπάθεια συγκράτησης του Μούργου που έτρεχε προς τον κατήφορο ξανά, οι αλυσίδες ξανάσπασαν.
-Ντιιιιιιιιιι. Ώωωπ! Ντιιιιιιιιι. Ώωωπ!
«Χήρα γυναίκα, απροστάτευτη, ευάλωτο μέλος της κοινωνίας, καραδοκούσαν σαν τα όρνια οι κάθε λογής πεινασμένοι…»
Τα μουλάρια έτρεχαν στον κατήφορο, ο γκρεμός πλησίαζε απειλητικός, ο Παναγιώτης άσθμαινε, η αλυσίδα ξανάσπασε.
«Κι αδερφή του η Φωτούλα, ανύπαντρη ακόμη κι όμορφη σα θαλερό λουλούδι της άνοιξης, τάχατες δε θα κινδύνευε από τον αντρικό καιροσκοπισμό;»
Ο Μούργος ξανακάρφωσε τα πόδια στη γη, άρπαξε πάλι μια γερή στα πισινά, τρεχάλα στον κατήφορο πάλι, ο Παναγιώτης παραπάτησε, ίσα που πρόλαβε να μπήξει το υνί στη γη προτού πέσει με τα μούτρα παραδίπλα, σηκώθηκε, δοκίμασε να ξεκουράσει για λίγο τα ζωντανά, έπεσε κι ο ίδιος ξεθεωμένος στον ίσκιο της αχλάδας.
Έτρεμε ολόκληρος, σωνόταν κι έσβηνε, έχυσε νερό στο μέτωπο, γύρισε τη μποτίλια και ήπιε άτσαλα, έκλεισε τα μάτια. Ήρθε μπροστά στα σκοτεινιασμένα του βλέφαρα η αδερφή του, η Αριστούλα, τον καιρό που έσβηνε στο ντιβάνι στην κάμαρη, ετών δεκαεπτά, κάτισχνη, ανήμπορη να σαλέψει, ανήμπορη να ανασάνει, ανήμπορη να ανοίξει τα μάτια ώστε να δει τον τρομερό πόνο της αγάπης στο βλέμμα του.
Σηκώθηκε, η μέρα σωνόταν, μια σποριά ακόμα και θα τέλειωνε. Ξανάζεψε τα ζωντανά, ο Μούργος χλιμίντρισε εχθρικά.
«Τάχα, άμα γινόταν γιατρός, η μάνα του δε θα ήταν περήφανη; Άμα κατάφερνε να γιάνει μερικές από τις Αριστούλες του ντουνιά, δε θα ήταν αυτό επαρκές αντιστάθμισμα των συνεπειών της απομάκρυνσής του;»
Ο Γορίλας τρικλοπόδισε, ο Μούργος αφήνιασε, ο βράχος πλησίασε χάσκοντας απειλητικός…
« Η αγάπη τηράει τα μπρος, Παναγιώτη! Σύρε από εδώ, παιδί μου, σύρε μήπως και ζήσεις ανθρωπινά, σύρε και πέτα τα μπρος το σπόρο της αγάπης που σου έδωσα»!
Συγγραφή διηγήματος: Σοφία Αποστολοπούλου
Σημείωση: Το διήγημα είναι βασισμένο στο αυτοβιογραφικό έργο «Απ’ το αλέτρι στο νυστέρι» του Αρφαραίου χειρουργού Παναγιώτη Γιαννόπουλου, που γεννήθηκε το 1940 και μεγάλωσε στους Αμπελοκήπους, έγινε χειρουργός με βασική ειδίκευση στις παθήσεις οισοφάγου και αναρριχήθηκε πολύ ψηλά στην κλίμακα της ιατρικής ιεραρχίας.