Αμπελόκηποι Αχαϊας Σύλλογος "τα Αρφαρα"

Η γριά Δημητρώ, η Χρηστογιώργαινα, είχε παντρευτεί δύο φορές, στο χωριό της, τη Βαλιμή τη μια, με το Χρήστο του παπα-Φώτη, που τον χτύπησε η φυματίωση και την άφησε με ένα μωρό στην αγκαλιά και τη δεύτερη με το Γιώργη, στα Αρφαρά, που ευτύχησε να είναι μακρόβιος.  Η γριά λοιπόν η Δημητρώ, δεν είχε στασιό τελευταία.

Εδώ και πέντε μήνες που έφθασε το γράμμα, ξανάνιωσε θαρρείς, ελάφρυνε κι από τα χρόνια της και από τους λογισμούς της. Τι ανέλπιστο μαντάτο ήταν αυτό! Η προσμονή ασυγκράτητη, φουσκωμένος χείμαρρος δυνατής νεροποντής, τη συνέπαιρνε και σύγκορμη και σύψυχη! Επιτέλους θα ερχόταν! Μετά από είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια. Κι όχι μόνη, οικογενειακώς. Θα την έβλεπε, θα την άγγιζε, θα ένιωθε τη θέρμη της,  θα άκουγε πάλι τη φωνή της! Θα  γίνονταν πρώτη φορά η γνωριμιά με το γαμπρό της, θα αγκάλιαζε τα εγγόνια της που δεν τα είχε ξαναδεί.  Είκοσι τρία χρόνια. Τώρα η Κατίνα της θα ήταν σαράντα τεσσάρων. Μια ώριμη κυρία. Αληθινή κυρία, με χέρια απαλά και πεντακάθαρα -όχι σαν τα δικά της τα καταγεμάτα ρόζους και σκασίματα! Θα διατηρούνταν άραγε στην έκφρασή της, στο βλέμμα της, στο γέλιο της, στη χροιά της φωνή της, στη στάση του σώματος, στην κίνηση  κάτι από το κορίτσι που ξεπροβόδισε για την Αυστραλία με πόνο καρδιάς το πενήντα;

Και στριφογυρνούσε με χαρούμενη έξαψη σε ένα δικό της χορό, εσωτερικό, προετοιμασιών και σχεδίων η Δημητρώ « Μωρέ, ευτυχώς που η προβατίνα μας έκανε τρία αρνιά φέτος, λες και το ήξερε!… Να μην ξεχάσω που θα περάσω από τις Σταλίστρες να κόψω δυο δεμάτια αφάνες, το σάρωμα του δρόμου έχει φαγωθεί  …Α και να πω του Γιώργη να βάλει ένα μπάλωμα στην τσερέπα, έλιωσε από πάνω και θα πέσει στάχτη στο μαγέρεμα… Α και τα τουτουμάκια πρέπει να γένουνε  νωρίς φέτος, να είναι λέφτερα τα κρεβάτια σαν έρθουν τόσοι νοματαίοι… Ας σκάψω βαθύτερα το περιβόλι, πιότερο να αφρατέψει το χώμα του, να προκόψουν τα λαχανικά… Α και να  ζητήσω  γάλα από τη Δήμαινα και από την Ουρανιά, να αβγατίσει το δικό μας, να πήξω περισσότερο τυρί φέτος…   Μα σα να άκουσα τον καρεκλά στην πλατεία, ας του πάω τη χαλασμένη καρέκλα να της αλλάξει το ψαθί… Και να κάμω ένα πρόσφορο για την ανάπαψη του Χρήστου, σα μας βλέπει, χαρά θα ‘χει κι αυτός από κει πάνου… Και μην το λησμονήσω, σαν έρθει ο Σπύρος με το φορτηγό ταχιά τη Δευτέρα, κατεβαίνω στην Αιγείρα και αγοράζω καινούρια ρόμπα, όχι, μαύρη, θα τα αχαμνύνω τα πένθιμα, χαρά έχουμε, θα αγοράσω μια με μικρά μικρά λουλουδάκια. Σε σκούρο βέβαια, αλλά με λουλουδάκια. Να μη με βρει ασυγύριστη το παιδί μου!»


Αμπελόκηποι Αχαϊας Η ζωή στο παρελθόν επισκέψεις
Επίσκεψη Μίμη Σπανού( Αυστραλία) στη μητέρα του Γιαννούλα

Στο ημίφως της κάμαρης- τη λάμπα δεν την είχε σβήσει ακόμα- το βλέμμα της πλανήθηκε ένα γύρω στα γνώριμα αντικείμενα. Ανάβλεψε στο μπρούτζινο σκαλιστό κεφαλάρι του κρεβατιού, στη ζωηρόχρωμη πάντα που στόλιζε τον τοίχο πλάι του -κορίτσι την είχε υφάνει στον αργαλειό στο πατρικό της,  τότε που ακόμα τα όνειρα δεν απέλειπαν-  στη σιφονιέρα τη γεμάτη με τα ασπρόρουχα, στο τραπεζάκι με τη ραπτομηχανή της στον τοίχο τον αντικρινό, ανάμεσα στα δύο παραθύρια, πολύτιμο απόκτημα κι αυτή, αγορασμένη με τα χρήματα που έστειλε το παιδάκι της από την ξενιτιά. Η Κατίνα της, του Χρήστου η μοναχοκόρη.

Κι έριξε το βλέμμα της στις φωτογραφίες, τις κρεμασμένες στα κάδρα τους σε ανόμοιες σειρές στον τοίχο, απέναντι από το κρεβάτι. Προσπέρασε τις άλλες βιαστικά, κάρφωσε το βλέμμα συλλογισμένο στην τέταρτη αριστερά. Η Κατίνα της την καλημέριζε από το κάδρο. Όμορφη, νέα και δροσερή. Με την καλοχτενισμένη μακριά της κοτσίδα πιασμένη στο πλάι και το όμορφο λουλουδάτο ως τη μέση της γάμπας φόρεμα, πτυχωμένο κι αέρινο γύρω από τα πόδια. Με την προσδοκία στο βλέμμα το νεανικό… Η όμορφη και καλή της Κατίνα… Τούτη η φωτογραφία ήταν η πρώτη που της έστειλε από την Αυστραλία. Το ’52. Δύο χρόνια αφότου είχε μισέψει. Προτού παντρευτεί. Και φαινόταν ευτυχισμένη η Κατίνα της. Και στη διπλανή, που τραβήχτηκε δέκα χρόνια μετά κι εκεί ευτυχισμένη φαινόταν. Οικογενειακή η φωτογραφία αυτή. Ο σύζυγος, ευθυτενής και καλοζωισμένος, τα δυο μικρά παιδιά της, καθαρά και φροντισμένα, η ίδια στο κέντρο, φωτεινή με το κομψό της ταγέρ. Και άσπρα γάντια στα χέρια! Με όμορφα τα μαλλιά, πιασμένα κότσο. Και σεμνό χαμόγελο. Και στο βάθος πίσω από τα πρόσωπα, το μακρύ αυτοκίνητο.  Χαλάλι ίσως η ξεκοπή. Ίσως…

Αυτό την τυραννούσε. Που δεν ήταν σίγουρη. Έρχονταν γράμματα. Τα είχε κρατήσει όλα. Δεμένα σε ματσάκι με ένα σπάγκο, τα φύλαγε προσεκτικά στο ντουλάπι του τοίχου. Τα έβγαζε και τα άνοιγε ένα ένα, όταν η νοσταλγία και η έγνοια την έπνιγαν. Κι όταν δεν ήταν στην κάμαρη ο Γιώργης. Αυτή δεν ήξερε να διαβάζει, η Δημητρούλα η εγγόνα της όμως ήξερε. Η γριά Δημητρώ τα είχε πια αποστηθίσει. «Έμαθα, μητέρα, τη γλώσσα-μπορώ και συνεννοούμαι καλά… Αγοράσαμε σπίτι, είναι ευρύχωρο, έχει και κήπο… Η καινούρια μου δουλειά, στο κατάστημα ρούχων δεν είναι τόσο κουραστική όσο ήταν η δουλειά  στο εστιατόριο… Η Μαιρούλα πέρασε πνευμονία αλλά πλέον είναι εντελώς κaλά… Ο Κρις τα παίρνει τα γράμματα, θέλει να σπουδάσει… Η Ντίνα του Σιμόπουλου θα έρθει το καλοκαίρι να σας δει. Θα σου στείλω χρήματα να αγοράσετε μια ραπτομηχανή…»

Κι όλα ωραία στα γράμματα. Και στις φωτογραφίες όλα ωραία. Μα είχε είκοσι τρία χρόνια να τη δει. Και να την ακούσει. Της συννυφάδας της τα παιδιά έρχονταν τακτικά, κάθε πέντε χρόνια. Η Αργυρώ της Βασίλως, που έφυγε κι ελόγου της το πενήντα, είχε έρθει ήδη τρεις φορές. Ο Πέτρος του Ακαπίστρωτου –τι παρανόμι κι αυτό- ερχόταν χρόνο παρά χρόνο. Αλλά ήταν στη Γερμανία αυτός. Η Αυστραλία λέγαν είναι πολύ μακριά.  Έστω. Μα πάλι νέοι λογισμοί την  ετριβέλιζαν. Πριν κάτι χρόνια, που είχε έρθει η Ρούλα του Κοντοθόδωρου και πήγε για να τη δει, κάτι μισόλογα της ξέφυγαν


Επίσκεψη Αλέκου Νικολουλόπουλου Γερμανία

της Ρούλας. Για τον άντρα της Νίτσας του μπαρμπα-Κώτσου, που ζούσε στην Αμερική και τον εβάλανε φυλακή γιατί τον πιάσανε να κλέβει. Κι ο άντρας της Λένως του Καρακίτσου, στην Αυστραλία, έπινε πολύ, ακουγόταν, και τη μαύριζε στο ξύλο τη Λένω τακτικά. Και  πρόπερσι που είχε έρθει ο Τάκης του γείτονά της του Κουτσαντώνη, ενώ η Κουτσαντωνιά παινευόταν σε όλο το χωριό πως ο γιος της έκαμε προκοπή μεγάλη στα ξένα και ζει σαν άρχοντας «Μην ακούς θεια, τι λένε» της κάνει, «εμένα να ρωτάς που δουλεύω δύο βάρδιες στο εργοστάσιο σαν το δούλο όλο το χρόνο και την Κυριακή πλένω αυτοκίνητα και με κοιτάνε με μισό μάτι οι Γερμανοί κι έχω τη μάνα όλο ‘στείλε, δεν έχουμε, μη μας αλησμονήσεις τώρα που καλοπερνάς’»!

Αυτά γυρίζαν στο μυαλό της Χρηστογιώργαινας και δεν ηρεμούσε. Κι αν η Κατίνα της κακόπεσε και τής  το κρύβει; Κι αν τής  κακιώνει που την έστειλε στην Αυστραλία; Το σαράντα εννιά που γύρισε από το Σύδνεϋ ο αδερφός της στα πάτρια στη Βαλιμή, τόσο πολύ τον σόκαραν οι αφηγήσεις των συγχωριανών για τα τεκταινόμενα του προηγηθέντος πολέμου, τόσο πολύ τον στενοχώρησε η φτώχια, που  κατέβηκε μια μέρα φουριόζος στα Αρφαρά σκεφτόμενος ότι το συγγενικό του χρέος ήταν να  συνδράμει με τον τρόπο του το ορφανό του Χρήστου. «Αν συμφωνήσετε, την παίρνω την Κατινούλα στην Αυστραλία» ανακοίνωσε και μούδιασε η Χρηστογιώργαινα, έχασε πέντε δέκα χτύπους η καρδιά της, πήρε ανάσα, «θα το σκεφτούμε» είπε κι άρχισε τους λογαριασμούς: Το κορίτσι είναι της παντρειάς και προίκα γι αυτήν δεν υπάρχει.  Μετά βίας ο Γιώργης θα μπορούσε να προικίσει την κοινή τους κόρη, την Αρχοντούλα. Αχαμνούλα είναι στο σουλούπι, για βαριές δουλειές δεν κάνει. Οι Προβαταίοι που τη ζήτησαν για το γιο τους τον Ανδρέα είναι θεόφτωχοι, καλύτερα να της έμενε γεροντοκόρη, τουλάχιστο ψωμί θα είχε να τρώει. Να φύγει για την πρωτεύουσα δεν ήταν μπορετό, κανένα δικό τους δεν είχαν στην πόλη. Να μάθει μια τέχνη- οι μοδίστρες έκαναν καλές δουλειές- θα ήταν μια κάποια λύση αλλά τέτοιο έξοδο δεν το σήκωνε το σπίτι. Μα πάλι να το στείλει το παιδί στην άλλη άκρη της γης;

«Αλλά σα θέλει η ίδια; να της κόψω εγώ την τύχη της;» αναρωτήθηκε η Χρηστογιώργαινα σε μια προσπάθεια να ξεπλακώσει την ψυχή της από  το ασήκωτο φορτίο της επιλογής. Και η Κατινούλα ήθελε. Μες στο ντουλάπι της σάλας ο Γιώργης φύλαγε τις καρτ ποστάλ που του έστελναν οι συγγενείς προτού τον πόλεμο. «Ευτυχισμένον το νέον έτος… Χρόνια πολλά δια την ονομαστικήν σου εορτήν». Κι έδειχναν οι κάρτες αυτές κάτι κοπέλες-οπτασίες όλο χαριτωμενιά και νάζι, ή κάτι ζεύγη πριγκιπικά, όπου ο πρίγκιπας αγκάλιαζε όλο στοργή και προστατευτικότητα τη δεσποσύνη που στην αγκάλη της κρατούσε ένα μωρό όμοιο με τα αγγελάκια του Ραφαέλο κι έλεγε μέσα της η Κατινούλα πως τέτοιες δεσποσύνες και τέτοια ζεύγη βασιλικά θα υπάρχουν σίγουρα κάπου πολύ μακριά από το χωριό κι αφού η Αυστραλία  είναι πολύ μακριά, τόσο το καλύτερο. Βέβαια όταν έγιναν τα χαρτιά της για το φευγιό, άρχισε να συνοφρυώνεται όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα και όταν μπήκε στο καράβι, μια εβδομάδα έκλαιγε. Αλλά η Άτροπος είχε ήδη πάρει την κατάσταση στα χέρια της…


Επίσκεψη Ανρδέα Παπούλια, αδερφού γερο Σωτήρη Αμερική Πάνω , κέντρο Ανδρέας Παπούλιας,κάτω κέντρο ο πατέρας του

Πέρασε μια δεκαετία ώσπου να κοπάσει η αφόρητη νοσταλγία της Χρηστογιώργαινας, μα σαν πέρασε, άρχισε να προσέχει πως η ζωή στα Αρφαρά έτεινε να ομαλοποιηθεί. Ο φόβος των Γερμανών ξεχάστηκε, τα αιμοσταγή τραύματα  του εμφυλίου κάπως τα επούλωσε η ανάγκη της συναισθηματικής επιβίωσης, η πείνα έγινε παρελθόν, μπομπότα κανείς πια δεν έτρωγε, τα παιδιά πέθαιναν σπάνια πλέον, τα χτήματα αβγάτιζαν, τα κεραμίδια στις στέγες διορθώνονταν στην ώρα τους, οι γυναίκες δε γεννούσαν αβοήθητες στο σπίτι,  οι άντρες στα καφενεία τις Κυριακές φορούσαν γραβάτα. Και στους αρραβώνες οι γαμπροί προσέφεραν ένα περίτεχνο κουτί ζαχαροπλαστείου γεμάτο πολύχρωμα φρουί γλασσέ. Και ο Αντρέας ο Προβατάς έκαμε προκοπή στην Αθήνα, το μαυροκαρκανιασμένο μούτρο του από τον ήλιο του Βελαϊτικου βουνού, όπου έβοσκε τα πρόβατα, ήρθε και ξεμαύρισε. Η Χρηστογιώργαινα δαγκωνόταν. «Σάματις, αν του το είχα δώσει το παιδάκι μου, άσχημα θα ήταν; Και θα το ‘βλεπα. Μα και στα ξένα δεν αδικήθηκε», έλεγε αμέσως μετά να παρηγορηθεί. Και σε ένα δευτερόλεπτο: «Αν ήταν καλά τάχατες, δε θα ερχότανε; Γιατί δεν έρχεται, τι  να μου κρύβει»;

Μα τώρα τέλος όλα αυτά. Θα ερχόταν η Κατίνα της. Θα έβλεπε με τα μάτια της την προκοπή της, την ευτυχία της. Και η ψυχή της θα γαλήνευε. Καιρός ήταν. Γέρασε πια η Δημητρώ. Τουλάχιστο, σαν ερχόταν η ώρα της, να φύγει ησυχασμένη… Και πήγε να σκαλίσει το περιβόλι. Αφοσιώθηκε ευχαριστημένη στη δουλειά της. Και ούτε πρόσεχε την κίνηση του δρόμου. Ο Λιας καβάλα μονόπαντα στο γαϊδούρι του γύριζε ήδη από τα αμπέλια, τα δυο μικρότερα αγόρια της Τάσαινας έτρεχαν ξεφωνίζοντας πίσω από το τσέρκι, στη βρύση στα Κουραίϊκα η Ελένη κι η Βιτώρια κοπανούσαν τις κουρελούδες. Δεν έδωσε σημασία. Ονειρευόταν σκάβοντας μηχανικά. «Θα φτιάξουμε και παντεσπάνι. Με εικοσιπέντε αβγά. Θα…»


Αυστραλία, Κατερίνα Σπανού και σύζυγος, Παναγιώτης Σπανός και σύζυγος, Αγγελική Σπανού και σύζυγος

Έτσι δεν πρόσεξε που πέρασε ο ταχυδρόμος. Το μεσημέρι που πήγε σπίτι, της έδωσε το γράμμα η Δημητρούλα. Το κράτησε στο χέρι της ώρα πολλή. Ένιωθε σφίξιμο. Και φόβο. Το περιεργάστηκε, άνοιξε αργά το φάκελο. Χάιδεψε τα γράμματα του παιδιού της. Έτεινε τη γραφή στο εγγόνι. Κι εκείνο διάβασε συλλαβιστά; «Σεβαστοί μου γονείς, αγαπημένε αδερφέ και νύφη, υγιαίνετε! […] Δε θα μπορέσω να έρθω αυτό το καλοκαίρι… Λυπάμαι πολύ μητέρα! Μη στενοχωριέσαι. Κάνε υπομονή. Του χρόνου ίσως…»

«Εντάξει Δημητρούλα, το υπόλοιπο το διαβάζεις αύριο». Και πήγε να κλάψει μόνη της στο κατώι. Το είχε καταλάβει αυτή « Η Κατινούλα της τής  είχε κακιώσει. Που την έστειλε στα ξένα. Μόνη αυτή από τα τέσσερα παιδιά της… Που την ξεχώρισε. Αυτήν, την ορφανή κόρη του Χρήστου… την έστειλε στην πέρα άκρη της γης…»

Στην πέρα άκρη της γης η Κατίνα κακιωμένη δεν ήταν! Ούτε τότε, ούτε ποτέ! Παντρεμένη με ένα τζογαδόρο ήταν. Που έχασε το μήνα εκείνο στην τσόχα όλες τους τις οικονομίες. Μαζί και τα τέσσερα εισιτήρια. Και άλλα χρήματα για να έρθει δεν υπήρχαν. Ούτε και διάθεση. Μηδέ κουράγιο να προσποιηθεί την ευτυχήσασα.

Στη δώθε άκρη της γης η Χρηστογιώργαινα δεν την αγόρασε τη λουλουδάτη εκείνη ρόμπα που επιθύμησε. Το σκυμμένο σουλούπι της έμεινε να περιφέρεται μηχανικά σφιγμένο μέσα στην άχαρη, ρεμμένη,  ξεθωριασμένη από τα αμέτρητα πλυσίματα, πένθιμη, παραιτημένη της ρόμπα.

Αμπελόκηποι Αχαϊας Η ζωή στο παρελθόν επισκέψεις 5

Σύνταξη: Σοφία Αποστολοπούλου