«Ο συμπολίτης αυτών […]ευγνωμονών ανατίθησι» αναγράφεται στο ηρώο του χωριού μας, που κατασκευάστηκε με ιδιωτική δαπάνη το 1924 προς τιμή των παλικαριών και των δύο χωριών (Αρφαρών και Βερσοβάς) που έπεσαν υπέρ πατρίδος, είτε στους βαλκανικούς πολέμους το 1912- 13, είτε στη μικρασιατική εκστρατεία το 1919-22.
Στη μια πλευρά της στήλης αναγράφονται οι πεσόντες των Αρφαρών: Δεκαεννέα στρατευμένοι νέοι. Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα ονόματα στο ηρώο, τα στοιχεία που διαθέτει το Αρχείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού και όσες πληροφορίες μπόρεσαν να καταθέσουν οι απόγονοί τους, τα παλικάρια αυτά είναι:
Μικρασιατική εκστρατεία (1919-22)
- Μουστερής Νικόλαος του Αργυρίου. Υπηρέτησε στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού. Έπεσε το Μάρτιο του ’20, 1/3/1920 στο Ακ-Μπουνάρ.
- Τομαράς Κωνσταντίνος του Ιωάννη και της Μαρίας. Τιμής ένεκεν έναν αιώνα μετά το όνομά του διαιωνίζεται στους πλάγιους απογόνους του. Γεννήθηκε περί το 1895.(Το πατρικό του σώζεται). Έλαβε μέρος μαζί με το δίδυμο αδερφό του Παναγή στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919 – 1922). Ο Κωσταντής, όπως τον φώναζαν, τραυματίστηκε θανάσιμα. Ημερομηνία θανάτου 1/12/1920. Τόπος θανάτου Στρατιωτικό Νοσοκομείο Μπαλού-Κεσέρ.
- Λίβας Ιωάννης του Γεωργίου. Σκοτώθηκε το Μάρτιο του ’21. Ημερομηνία θανάτου 1/3/1921. Τόπος θανάτου Εσκί Σεχίρ.
- Λιάπης Ιωάννης; του Π.(Τα στοιχεία δεν έχουν συμπληρωθεί στους στρατιωτικούς καταλόγους). Σκοτώθηκε λίγους μήνες αργότερα. Ημερομηνία θανάτου 8/8/1921.
- Λίβας Ιωάννης του Σωτηρίου. Έπεσε τέσσερις μέρες μετά το Λιάπη. Ημερομηνία θανάτου 12/8/1921.
- Παπαγιαννόπουλος Κωνσταντίνος του Ιωάννη. Ημερομηνία θανάτου 16/8/1921. Τόπος θανάτου Καλέ-Γκρότο. Ο τρίτος θάνατος στρατιώτη του
χωριού μέσα στον ίδιο μήνα…
- Νικολόπουλος Νικόλαος του Τιμολέοντος. Σκοτώθηκε το « μαύρο Αύγουστο», όπως ονομάστηκε, γιατί στο τέλος του το ελληνικό μέτωπο έσπασε και άρχισε η άτακτη υποχώρηση του στρατού. Ημερομηνία θανάτου 1/8/1922.
- Τομαράς Αθανάσιος του Βασιλείου. Έπεσε κι αυτός προς το τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας, την ίδια μέρα με το Νικολόπουλο… Ημερομηνία θανάτου1/8/1922.Τόπος θανάτου Τουλού-Μπουνάρ.
- Τομαράς Σπήλιος του Ανδρέα και της Χαρίκλειας. Αδερφός του Αποστόλη, που έμεινε εν συνεχεία στο χωριό. Γεννήθηκε λίγο πριν το 1900 και σκοτώθηκε στη μικρασιατική εκστρατεία σε άγνωστη ημερομηνία και σημείο.
- Γκολφινόπουλος Α. Σ. Η αναζήτηση δεν επέφερε περισσότερα αποτελέσματα.
- Κολοκούρης Π.Γ Η αναζήτηση δεν επέφερε περισσότερα αποτελέσματα.
- Παπούλιας Α.Ν Η αναζήτηση δεν επέφερε περισσότερα αποτελέσματα.
- Οικονομόπουλος Μιχαήλ του Παναγιώτη. Έπεσε κι αυτός κατά τη μικρασιατική καταστροφή. Ημερομηνία και τόπος θανάτου άγνωστα.
Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13)
- Αργυρόπουλος Νικόλαος του Α. Έπεσε στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο, την 1/1/13.
- Κανελλόπουλος Αντώνιος. Σύμφωνα με τα στρατιωτικά αρχεία έπεσε κι αυτός την ίδια μέρα με τον Αργυρόπουλο. Ημερομηνία θανάτου 1/1/1913. Τόπος θανάτου Χαμτζαλή.
- Μιχαλακόπουλος Μιχαήλ του Χριστοδούλου. Ημερομηνία θανάτου: 1/7/1913, πρώτος βαλκανικός επίσης. Τόπος θανάτου άγνωστος.
- Αναστασίου Λεωνίδας του Σωτήρη. Τραυματίστηκε θανάσιμα στους Βαλκανικούς. Στο χωριό δεν έμεινα άλλοι άρρενες απόγονοι της οικογένειας και το όνομα χάθηκε. Η αδερφή του είχε παντρευτεί το Φίλλιπο Γιαννόπουλο.
- Γεώργιος Κουρής του Κωνσταντίνου και της Καλλιόπης. Για το παλικάρι αυτό η προφορική παράδοση της οικογένειας σώζει ενδιαφέρουσες πληροφορίες: Γεννήθηκε στα Αρφαρά το έτος 1890 (το πατρικό του σώζεται) και το 1910 σε ηλικία είκοσι ετών μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη. Τον υποδέχτηκε εκεί ο επίσης μετανάστης από τριετίας, αδερφός του Νικόλαος Κουρής. Τέλη του 1912 με την έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου ανταποκρίθηκε στο εθνικό κάλεσμα και επέστρεψε στην Ελλάδα προκειμένου να πολεμήσει για την πατρίδα. Ας ήταν φευγάτος ήδη δύο χρόνια! Ας είχε υποφέρει τη διαδικασία μιας επίπονης προσαρμογής στην Αμερική! Κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό ως οπλίτης. Πολέμησε και στους δύο Βαλκανικούς. Ημερομηνία θανάτου 1-6-13. Τόπος θανάτου Κιλκίς. Ηλικία: μόλις εικοσιτριών. Τα νέα έφθασαν στο χωριό ανήμερα των αγίων Αναργύρων. Στο πανηγύρι. Την άλλη χρονιά ο αδερφός του Πανάγος βάφτισε το νεότερο παιδί του Γεώργιο...
- Αποστολόπουλος Νικόλαος του Κανέλλου και της Παναγιώτας, ο μεγαλύτερος αδερφός του μπαρμπα- Σωτήρη που θυμόμαστε. Γεννήθηκε το 1889 (Το πατρικό του σώζεται). Τραυματίστηκε θανάσιμα στο δεύτερο βαλκανικό και πέθανε στις 26/7/1913 στο Δ’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Τραγική ειρωνεία: ο πόλεμος είχε ήδη λήξει.
Απολογισμός: Μεγάλο φόρο αίματος για την εδαφική αποκατάσταση της πατρίδας πλήρωσαν τα χωριά μας (η γειτονική Βερσοβά έχει ανάλογη ιστορία). Κι εκτός φυσικά αυτών που δε γύρισαν, ήταν πολλοί και οι νέοι που στρατεύτηκαν και κατάφεραν να επιστρέψουν ζωντανοί, μετά από μύριες κακουχίες και επώδυνα βιώματα. Γι’ αυτούς η Ελλάδα στη σημερινή της έκταση δεν ήταν δεδομένο. Ζητούμενο ήταν. Που με πίστη προσέφεραν στο βωμό του το σφρίγος της νιότης τους. Εξ’ ου και το «ευγνωμονών ανατίθησι» που ίσως πρέπει στη σκέψη μας να το μετατρέψουμε σε «ευγνωμονούντες ανατίθεμεν».
Απόσπασμα αναμνήσεων
Ο ΘΕΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΣ
(Μαρία Αποστολοπούλου)
Αφιερωμένο στη μνήμη της γιαγιάς Παναγιώτας, μητέρας του πατέρα μου, και του θείου Νικόλα Αποστολόπουλου, του μεγαλύτερου αδερφού του πατέρα μου, που σκοτώθηκε στη Μακεδονία κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Ιούλιο του 1913.
Στον κήπο η γιαγιά Παναγιώτα σκάλιζε τις ντομάτες της. Κι όλο σκεπτόταν. Όλο για πόλεμο άκουγε, για Βουλγάρους και σύνορα κι έτρεμε το φυλλοκάρδι της. Κάποτε μιλούσε μόνη της… δυνατά. “Τώρα ποιοι να ‘ναι αυτοί οι Βούργαροι; Να ‘ναι άγριοι και μοβόροι σαν τους Τούρκους; Τι γυρεύουν; Και τα σύνορα να ‘ναι μακριά;” Κι όλο σκάλιζε προσεκτικά τις ντομάτες. Τέλειωσε το σκάλισμα χωρίς ανάσα. Ήταν αναστατωμένη. Σηκώθηκε όρθια και κοίταξε τον ουρανό. Τόσος ήταν ο κόσμος της, όσος ο ουρανός που έβλεπε. “Κατά πού να πέφτει η Μακεδονία -εκεί είναι ο πόλεμος- κατά κει που βγαίνει ο ήλιος ή κατά κει που βασιλεύει;”
Ο Νικόλας της είχε φύγει για τον πόλεμο. “ Θε μου, τι μαχαιριά και τούτη. Έφυγε και ο Γιώργης του Πανάγου κι ο Αντώνης της Τάσαινας. Τρεις συγχωριανοί. Να λένε καμιά κουβέντα…’’ Η γιαγιά έκλαψε τότε νύχτες ολόκληρες, χωρίς να κλείσει μάτι.
Την ώρα που τον ξεπροβόδισε μπήκε μέσα κι ίσια στο παράθυρο να προλάβει να τον δει για μια ακόμη φορά. Μόλις που τον πρόλαβε στη στροφή. Σύρθηκε για λίγο η σκιά του στο δρόμο, μέχρι που χάθηκε. Εκεί στην καρέκλα είχε μείνει η ζακέτα του. Μόνη της την είχε πλέξει και την είχε βάψει καφετιά σαν τα μάτια του. Την πήρε, την αγκάλιασε και τη φίλησε πολλές φορές. “Θα σου τη μοσκοπλύνω, Νικόλα μου, και θα σου τη φυλάξω στο μπαούλο με τα καλά. Θα της βάλω και κλαράκια δάφνη. Μη μας τη φάει ο σκόρος. Να τη βρεις με το καλό, όταν γυρίσεις, μοσκοβολημένη. Πίσω θα ρημάξει ο τόπος…. Αλλά τι λέω η κακομοίρα…Το παιδί μου να γυρίσει με το καλό… κι όλοι οι στρατιώτες γεροί στα σπίτια τους.” Όταν τον αποχαιρετούσε, δεν εύρισκε λέξη να πει. Με πολύ κόπο ψέλλισε: “Οι Άγιοι ( Α)νάργυροι, που είναι γιατροί, βοήθειά σου, παλληκάρι μου.” Κραπ! Η εξώπορτα έκλεισε. Ο Νικόλας έμεινε απ’ έξω. Τον πήρε ο πόλεμος.
Κάποτε ο πόλεμος τελείωσε. Ο Νικόλας όμως δε γύρισε. Μετά της είπαν πως ο Νικόλας της “έπεσε υπέρ πατρίδος.” Και πάλι δεν κατάλαβε. “Και στην κορυφή του βουνού να βρισκόταν ο Νικόλας μου, θα εύρισκε τρόπο να γυρίσει,” σκέφτηκε.
Το 1924 έστησαν στο χώρο του σχολείου μνημείο και χάραξαν επάνω τα ονόματα των πεσόντων στους πολέμους. “Είναι και ο Νικόλας μας εκεί, μάννα,” της είπε ο Σωτήρης… Δεν καταλάβαινε η γιαγιά τι σημαίνουν αυτά. Ούτε ρώτησε. Ξεκίνησε να πάει μόνη της να δει με τα ίδια της τα μάτια. Και πήγε. Βρέθηκε μπροστά σε μια άσπρη μαρμάρινη στήλη με χαραγμένα επάνω της γράμματα. Τι να έγραφαν τάχα; Στεκόταν ακίνητη και κοίταζε, μέχρι που μια φωνή από πίσω την ξάφνιασε.
– Ε, θεια, έχεις κανέναν δικό σου εδώ γραμμένον;
-Διάβασε, παιδάκι μου, αν ξέρεις, τι λένε αυτά.
Ο άλλος άρχιζε να διαβάζει, και η γιαγιά να μετράει από μέσα της ένα-ένα τα γραμμένα ονόματα.
-Ένα, δύο, τρία… έντεκα, δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα…
-Νικόλαος Αποστολόπουλος.
Τώρα η γιαγιά κατάλαβε…
Από τότε, κάθε χρόνο, στη γιορτή του Ευαγγελισμού, που γινόταν στο μνημείο τρισάγιο και προσκλητήριο πεσόντων, πήγαινε εκεί από νωρίς κι έκαιγε λιβάνι. Κάρφωνε τα μάτια της στη μαρμάρινη στήλη και περίμενε. Όταν άρχιζαν να διαβάζουν τα ονόματα, μετρούσε κι εκείνη από μέσα της, ένα, δύο, τρία… έντεκα, δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα… Μόλις άκουγε το όνομα του Νικόλα της έφευγε… χρόνια και χρόνια… πάντα σκυφτή…
Κι απόμεινε από το θείο Νικόλα μια αράδα στο μνημείο των πεσόντων στ’ Αρφαρά, μια ταπεινή φωτογραφία του δίπλα στα εικονίσματα και η θύμηση.…